Και έτσι μέσα σε μία ώρα, εγώ καθηλωμένος με κομμένη την ανάσα να τον ακούω σε μια κοφτή αφήγηση που όμοιά της ούτε στη «Σιωπή των αμνών» του Τζόναθαν Ντέμι, μα ούτε στο «Seven» του Ντέιβιντ Φίντσερ συμβαίνει.
Σκηνή 1: Η προβέτζα
– Αυτή την ιστορία με τις «17 κλωστές» πότε την ανακάλυψες;
«Ηταν το ’18, πήγα στα Κύθηρα σε έναν γάμο και μια φιλική οικογένεια με κάλεσε για πρωινό σε ένα σπίτι στις Καλοκαιρινές, το χωριό της σφαγής. Εκεί άρχισα να τους λέω ότι είχα γράψει το πρώτο μου λεξικό για μια ντοπιολαλιά. Οπότε μαθαίνοντας ότι μου αρέσει να ακούω ιστορίες από παππούδες και γιαγιάδες, μου αφηγήθηκαν την ιστορία που έγινε στο χωριό τους. Ακριβώς από πίσω μου υπήρχε ένα κάδρο με μια φωτογραφία, τουλάχιστον 100 ετών, μιας νεαρής κοπέλας. Ηταν η κόρη ενός από τα θύματα εκείνης της ημέρας».
– Ποια ήταν αυτή η μέρα;
«Ηταν 24 Αυγούστου του 1909. Ηταν Κυριακή, ένα πολύ ζεστό απόγευμα που είχε ομίχλη και άρχισε να ψιχαλίζει. Πάρα πολλοί λόγοι συνηγόρησαν ώστε η σφαγή να γίνει ακόμα μεγαλύτερη».
– Είναι παραθαλάσσιο μέρος;
«5 χιλιόμετρα από τη θάλασσα. Ομως τα φαράγγια διοχετεύουν τον άνεμο πάνω από τα Κύθηρα, και φτιάχνουν μια πολύ ιδιόμορφη ομίχλη που λέγεται προβέτζα, προϊόν των ανέμων που έρχονται από το Ιόνιο και το Αιγαίο και συναντώνται πάνω από τα Κύθηρα».
– Σαν να βλέπω αμερικανικό θρίλερ όπως το «Seven».
«Εκείνη τη μέρα ένας λυράρης και τσαγκάρης πήγε για εκδίκηση. Στο βιβλίο τον λέω Καστελάνη, στην πραγματικότητα τον έλεγαν Λαγωνάρη. Ηταν το παρατσούκλι του, το όνομά του ήταν Αντώνης Αρώνης. Εγώ τον έκανα Αντώνη Γερακίτη με παρατσούκλι Καστελάνης».
– Γιατί άλλαξες τα ονόματα;
«Γιατί υπάρχουν ακόμα απόγονοι, δεν μπορούσα να ξέρω όταν έγραφα το βιβλίο άμα θα έπεφτα πάνω σε αντιρρήσεις και ενστάσεις. Κράτησα μόνο το Αντώνης. Είχε γεννηθεί σε ένα πολύ όμορφο χωριό, τα Αρωνιάδικα, αλλά η συνοικία που ζούσε ήταν τα Γερακιτιάνικα – γι’ αυτό τον έκανα Γερακίτη. Το Καστελάνης είναι από τα κάστρα. Ενας ευυπόληπτος άνθρωπος, ανύπαντρος, είχε ανοίξει ένα μικρό τσαγκαράδικο, αλλά ταυτόχρονα έκανε και τον λυράρη στα κοντινά χωριά. Από δω και πέρα υπάρχει η υπόθεση του βιβλίου και υπάρχει και η πραγματική, ποια να πούμε;».
– Την πραγματική.
Σκηνή 2: Η πόρνη Ατζολέτα
«Κάποια στιγμή, λοιπόν, μια κυρία έρχεται να αγοράσει παπούτσια – στο βιβλίο τη λέω Ατζολέτα. Δεν τον πληρώνει και του λέει: “Μου είπε ο άντρας μου να ’ρθεις σπίτι να σε πληρώσουμε”. Οταν αυτός πάει να πληρωθεί, εκείνη τον τρατάρει και μετά από λίγη ώρα ανοίγει η πόρτα απότομα, μπαίνει ο άντρας της και του λέει: “Αλήτη, κάθαρμα, τι κάνεις στη γυναίκα μου;”. Τον κατηγορεί ότι της ρίχτηκε, τον ξυλοφορτώνει και τον πετάει έξω».
– Τι ζευγάρι ήταν αυτό;
«Αυτοί είχαν ένα παντοπωλείο σε ένα διπλανό χωριό. Είχανε λεφτά, αλλά ήταν και τσιγκούνης αυτός. Σκέφτηκε αυτό το κόλπο για να μην πληρώσουν τα παπούτσια. Τώρα, η πραγματική ιστορία λέει ότι ήταν και η γυναίκα μέσα στο κόλπο. Ηταν πολύ όμορφη, ήταν και λίγο πεταχτούλα. Οι μαντινάδες που γράφτηκαν το 1909-10 την παρουσιάζουν ως πόρνη. Τον κατηγορούν λοιπόν, διαρρέει το νέο στο νησί και όλοι άρχισαν να του γυρνάνε την πλάτη, οπότε καταστρέφεται η ζωή του. Κλείνει το μαγαζί και αποφασίζει να πάει στον Πειραιά, σε συγγενείς του, να δουλέψει ως υπάλληλος σε ένα τσαγκαράδικο. Εκεί τον κατηγορούν ότι έκλεψε ένα εργαλείο. Ο θείος του τον υπερασπίστηκε. Ομως η γυναίκα του, η Πειραιώτισσα, έλεγε: “Να σου πω, τον έχουν κατηγορήσει για βιασμό στο νησί, κατά πάσα πιθανότητα αυτός το πήρε”. Και λόγω της επιμονής της ο θείος κάλεσε την Αστυνομία. Ο Λαγωνάρης δικάστηκε, καταδικάστηκε και μπήκε για 2 ή 3 χρόνια στη φυλακή. Εκεί έμαθε και τα ναρκωτικά, το χασίσι».
– Η κάθοδος προς τον Αδη…
«Και πού να δεις παρακάτω τι συμβαίνει. Υπάρχει ένα άρθρο που έχει δημοσιευτεί πριν από 7-8 χρόνια στα “Κυθηραϊκά Νέα”. Το έχει γράψει η κυρία που εγώ αποκαλώ “Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ του νησιού” – έχει το ίδιο σουλούπι, είναι η φιλόλογος του νησιού. Ως νεαρή φοιτήτρια, πριν από 55 χρόνια, κατέγραψε την ιστορία».
– Και τώρα είναι στα Κύθηρα;
«Ναι, έχει το δικό της blog, την είχαν πάρει και ως σύμβουλο στη σειρά. Αυτή το 1970 μπορούσε να καταγράψει μαρτυρίες από ανθρώπους που ήταν εν ζωή. Και η ιστορία της συνέπιπτε πάρα πολύ με την ιστορία που μου είπαν προφορικά. Επικοινώνησα μαζί της, μου έδωσε κι άλλες πληροφορίες, έμαθα για τις μαντινάδες, έψαξα εδώ κι εκεί, δεν μπορούσα να βρω όλες τις πληροφορίες, εξ ου και αποφάσισα να φτιάξω τη δική μου ιστορία».
Σκηνή 3: Ανθρωπόμορφο τέρας
– Τι κάνει λοιπόν μετά τη φυλακή;
«Μια μάνα έχει, οπότε πήγε εκεί, στα Κύθηρα. Στο βιβλίο έχει και πατέρα, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει, “απόντος πατρός” λέει το Ληξιαρχείο. Τους παράτησε κι έφυγε; Πήγε μετανάστης και δεν γύρισε; Οπότε μεγάλωσε με τη μάνα του και έναν αδερφό που εγώ δεν τον έχω στο βιβλίο. Γυρίζει πιστεύοντας ότι η υπόθεση θα έχει ξεχαστεί. Ομως η κοινωνία δεν τον έχει συγχωρήσει».
– Βρισκόμαστε στο 1909;
«Τώρα πια ναι, η ιστορία μας ξεκίνησε το 1906. Γυρίζει πίσω, είναι δακτυλοδεικτούμενοι κι αυτός και η μάνα του. Λίγες μέρες προτού γίνει το φονικό, Δεπενταύγουστο, μπαίνει αυτός μέσα στο σπίτι και τη βρίσκει νεκρή. Είχε πάθει καρδιακή προσβολή κι είχε πεθάνει μες στο σπίτι. Αυτή την πληροφορία την ανακάλυψα σε εφημερίδα της εποχής. Εψαξα στα αρχεία της Βουλής για να δω τι έχει ψηφιοποιηθεί. Ευτυχώς είχαν ψηφιοποιηθεί οι αθηναϊκές».
– Και πού το βρήκες αυτό;
«Επαιρνα τις ημερομηνίες που ήξερα, δηλαδή τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβρη του 1909, και έψαχνα όλες τις εφημερίδες που μπορούσα να βρω. Και βρήκα συνολικά πέντε ή έξι, αλλά οι πιο πολλές έγραφαν “ένα ειδεχθέστατο έγκλημα έγινε στα Κύθηρα, ένα ανθρωπόμορφο τέρας σκότωσε τόσους”. Και βρήκα ένα άρθρο που έλεγε ότι η μητέρα του δολοφόνου ήταν τέσσερις μέρες νεκρή μέσα στο σπίτι της, είχε αρχίσει να αποσυντίθεται και ο δολοφόνος ήταν μαζί της μέσα στο σπίτι».
– Σκηνή εφιαλτική…
«Οραματίστηκα κι εγώ μια σκηνή και είναι απίστευτη. Το γεγονός λοιπόν ότι η μάνα του πέθανε από τον καημό της τον απασφάλισε. Κι αποφάσισε να εκδικηθεί. Και δεν είπε ότι θα πάει να εκδικηθεί το ζευγάρι που τον κακολόγησε, γιατί ήταν άγνωστοι, καθάρματα, αλλά άγνωστοι. “Ο θείος μου όμως, ο οποίος ήξερε τι άνθρωπος είμαι και με πήγε στην Αστυνομία και έκανα φυλακή, αυτόν θα εκδικηθώ”, σκέφτηκε. Κι επειδή συμπτωματικά ο θείος του είχε έρθει για διακοπές, καλοκαίρι γαρ…».
Σκηνή 4: Το ψηλό καμπαναριό
«Αποφασίζει λοιπόν να εκδικηθεί τον θείο του. Μαθαίνει ότι είναι στο χωριό Πιτσινιάνικα, ένα πανέμορφο χωριό – τα Κύθηρα έχουν 35 χωριά, το ένα δίπλα στο άλλο. Ξεκινάει, έχει πάρει χασίσι για να δυναμώσει το μένος και η οργή του. Κάποια στιγμή βλέπει έναν άνθρωπο -αυτό είναι καταγεγραμμένο- και του λέει: “Μάστορα, πού είναι τα Πιτσινιάνικα;”. “Εκεί που θα δεις το ψηλό καμπαναριό”. Μαινόμενο θηρίο, όπως περπατούσε, αντί να δει στα αριστερά τα Πιτσινιάνικα, είδε ένα άλλο ψηλό καμπαναριό και κατευθύνθηκε προς αυτό. Ηταν οι Καλοκαιρινές».
– Από λάθος δρόμο σε λάθος ανθρώπους…
«Ακριβώς. Ηταν 7 το απόγευμα, το χωριό άδειο από άντρες γιατί είχαν πάει να παρακολουθήσουν έναν ημιμαραθώνιο. Και θα γυρίζανε εκείνη την ώρα, γιατί υπήρχε μια βάφτιση. Θα βάζανε τα καλά τους και θα πηγαίνανε στον Αγιο Σπυρίδωνα».
– Αντί λοιπόν για Πιτσινιάνικα στις Καλοκαιρινές.
«Οι Καλοκαιρινές είναι ένα επίμηκες χωριό, ένας δρόμος με μια σειρά σπίτια και στο τέρμα ένα ωραίο πλάτωμα όπου είναι η εκκλησία. Είναι πολύ στενό χωριό και δεν είναι εύκολο να διαφύγεις. Πάει λοιπόν αυτός νομίζοντας ότι είναι στα Πιτσινιάνικα, χτυπάει την καμπάνα γιατί σκέφτεται ότι θα ανοίξουν τα σπίτια, θα βγει ο κόσμος, θα βγει και ο θείος του και θα πάει να τον σκοτώσει. Χτυπάει την καμπάνα και οι γυναίκες με τα παιδιά θεωρούν ότι ξεκίνησε η βάφτιση νωρίτερα. Και ξεκινάνε να βγαίνουν. Πέφτει εκείνη την ώρα και η προβέτζα -η ομίχλη που λέγαμε- και αρχίζει να τους σκοτώνει έναν-έναν».
– Τους περίμενε στην εκκλησία μέσα;
«Στον περίβολο. Οταν έκανα την παρουσίαση μέσα στον περίβολο πριν από δύο χρόνια, την ίδια μέρα και την ίδια ώρα τους έλεγα να κοιτάξουν πίσω και να δουν μια πορτούλα. “Εκεί ήταν κρυμμένος”, τους έλεγα και ανατρίχιαζαν όλοι».
Σκηνή 5: Ο καπετάν Δεκάξις
– Ηταν κρυμμένος στην πορτούλα.
«…και όποιος άνθρωπος έμπαινε, τον μαχαίρωνε. Και κάποια στιγμή, αφού είχε σκοτώσει δυο-τρία άτομα, βγήκε έξω. Ομως ο κόσμος δεν καταλάβαινε, γιατί είχε αρχίσει η ομίχλη. Κάποια στιγμή αυτή διαλύθηκε και τότε έγινε το πανδαιμόνιο και άρχισε να τους κυνηγάει. Σε φρενίτιδα. Πρέπει να μπήκε μέσα σε σπίτια, σε κάποιες αυλές τουλάχιστον. Δεν υπήρχαν άντρες πολλοί, κάποιοι γέροι και ο παπάς. Κάποια στιγμή ο παπάς -υπάρχει και φωτογραφία του στο βιβλίο- ανέβηκε σε μια στέγη και τον πυροβόλησε. Τον έπιασαν κάποια σκάγια και το έβαλε στα πόδια. Τον πέτυχαν τυχαία δύο άνδρες χωρίς να ξέρουν τι είχε κάνει. Τον ρώτησαν αν είναι καλά και εκείνος πήγε να βγάλει το μαχαίρι, που όμως είχε κολλήσει στο θηκάρι του από το αίμα. Τότε κατάλαβαν ότι ήταν κακοποιός, του έριξαν μια γροθιά και έφυγαν. Πήγε αυτός και κρύφτηκε στο σπίτι του, με τη μάνα του νεκρή ακόμα. Το βράδυ έκανε πολλή ζέστη και ανέβηκε στην ταράτσα. Και το πρωί τον είδε μια γειτόνισσα ματωμένο. Είχε ήδη σκάσει η είδηση για το μακελειό, φαντάζεστε τι έγινε στο νησί».
– Πόσους σκότωσε περίπου;
«Επιβεβαιωμένοι εννιά, που έχουμε τα ονόματά τους. Ομως τις επόμενες μέρες υπέκυψαν άνθρωποι στα τραύματά τους. Εξ ου και βγήκε το όνομα “Καπετάν Δεκάξις”. Ετσι τον λέγανε μετά στη φυλακή».
– Καθάρισε 16 άτομα. Γυναίκες και παιδιά.
«Ναι, στο βιβλίο μου έχει και κάποιους άνδρες. Τον συλλαμβάνουν, προσπαθεί ο κόσμος να τον λιντσάρει – την έχω δει τη σκηνή της διαπόμπευσης, είναι απίστευτη. Τον πάνε στο Ναύπλιο όπου δικάζεται. Υπήρχε όμως τότε μια πρακτική, που έλεγε ότι τους ανθρώπους που έχουνε φάει πάρα πολύ κόσμο δεν τους σκοτώνουμε, τους κάνουμε δήμιους».
– Δεν το κατάλαβα αυτό.
«Σου λέει, ένας άνθρωπος που έχει σκοτώσει τόσο πολύ κόσμο και είναι μοχθηρός, θα είναι τέλειος δήμιος. Γιατί τότε υπήρχε ακόμα η καρμανιόλα στην Ελλάδα. Οπότε υπήρχαν δήμιοι, και η Φυλακή Ναυπλίου ήταν διάσημη φυλακή. Αποφασίζουν να μην τον εκτελέσουν και να τον κάνουν δήμιο. Εκείνος δέχεται τον ρόλο και αναλαμβάνει να εκτελεί».
Σκηνή 6: Mass murderer
– Τρομερή ιστορία!
«Και ταυτόχρονα γίνεται και κουρέας στη φυλακή. Αφού βγήκε το βιβλίο και γράφτηκε και η σειρά έμαθα ότι εκπαίδευσε και κάποιους Μανιάτες για κουρείς. Τον κοροϊδεύανε, “Καπετάν Δεκάξι, εσύ φαίνεσαι αρνάκι”. Παρόλο που ήταν δήμιος, ήταν ήσυχος. Ελεγε ότι έκανε ανδραγάθημα, δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι έκανε έγκλημα, ποτέ δεν τον πείραξε που σκότωσε παιδάκια. Γιατί στο μυαλό του τα θεωρούσε κι αυτά ένοχα. “Διότι κι αυτά θα μου κάνουν κακό όταν μεγαλώσουν”. Οπότε μέχρι το τέλος της ζωής του δεν μετάνιωσε».
– Πώς το ξέρουμε αυτό;
«Από τους δεσμοφύλακες που ήταν Κηθύριοι φαντάροι και κάνανε τη θητεία τους στο Ναύπλιο. Ο παππούς της κυρίας Χάρου της έλεγε ότι δεν του έπαιρνες κουβέντα. Του έλεγε “πατριώτη είμαι απ’ τα Κύθηρα, άμα θέλεις να ανοίξεις την καρδιά σου, μίλα μου”. Το μόνο που είχε πει είναι “δεν μετανιώνω”. Και επειδή οι Μανιάτες του τη λέγανε συνεχώς, έσφαξε έναν μες στη φυλακή, κάποιον δικό τους. Του τη στήσανε, κι εκεί που κουρευόταν και ξυριζόταν, ο κουρέας του έκοψε τον λαιμό. Ηταν μαθητής του. Αυτή λοιπόν ήταν η πραγματική ιστορία».
Σκηνή 7: «Σ’ ευχαριστούμε»
«Το 1950 στα Κύθηρα, όταν έναν παιδί έπαιζε και οι μανάδες του έλεγαν να μαζευτεί, έλεγαν “θα σε πάρει ο Λαγωνάρης”, όχι ο μπαμπούλας ή ο αράπης που λέγανε αλλού. Υπήρχε στη συλλογική συνείδηση η έννοια ενός τέρατος, αλλά δεν τον θεωρούσαν ειδεχθή δολοφόνο. Αυτό φάνηκε από το πώς αγκάλιασε η κοινωνία των Κυθήρων και τη σειρά και το βιβλίο. Δεν βρέθηκε κανένας να μου πει “τι κάθεσαι και γράφεις για τον δολοφόνο που έφαγε τη γιαγιά μου”. Φαντάσου, έχουν έρθει από την Αυστραλία και μου έλεγαν “σ’ ευχαριστούμε που μιλάς για τα πεθαμένα μας”, γιατί εγώ στο βιβλίο αναφέρομαι πάρα πολύ στα θύματα. Οπότε δεν έμεινα μόνο στο θρίλερ της υπόθεσης, έμεινα στα μηνύματα που μου γεννήθηκαν».
– Οπως;
«Αυτός ο άνθρωπος αδικήθηκε και ταυτόχρονα αδίκησε. Είναι ήρωας και αντιήρωας, όπως οι ήρωες των αρχαίων τραγωδιών. Από την άλλη, το βιβλίο μιλάει πολύ για τη μοίρα και για την ελεύθερη βούληση. Γιατί υπήρχε κόσμος που του έλεγε “ξέχασέ τα όλα, πήγαινε στην Αμερική”. Ομως εκείνος διάλεξε τον δρόμο της κακίας. Μου γεννήθηκαν πάρα πολλές ιδέες για πράγματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα, την κοινωνία για χρόνια – όπως η ηθική».
– Αυτό το μακελειό είναι το πρώτο σου βιβλίο;
«Ναι. Εγώ δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γράψω βιβλίο. Ομως έλεγα την ιστορία στον έναν και στον άλλον και όλοι ήτανε συνεπαρμένοι. Μια συνάδελφός μου τότε στις εκδόσεις Καζαντζάκη όπου δούλευα, μου λέει “γιατί δεν το γράφεις σε βιβλίο;” και μου μπήκε ο σπόρος. Και τότε αποφάσισα ότι άμα θα το γράψω, θα βάλω και μυθοπλασία. Ο χαρακτήρας του Καστελάνη, της μάνας του και του πατέρα του είναι όλα δικά μου “προϊόντα”. Εγώ δεν μπορώ να ξέρω τι χαρακτήρα είχε ο Λαγωνάρης. Επλασα λοιπόν έναν ανασφαλή άνθρωπο. Που η μητέρα του τον τσίγκλαγε να είναι πάντα ο καλύτερος, να είναι πάντα κύριος».
– Μυθιστορηματικοί οι χαρακτήρες.
«Κανέναν χαρακτήρα από τους αληθινούς δεν ήξερα. Ηξερα μόνο κάποια ονόματα. Επίσης η φωτογραφία της σύλληψής του που είναι απίστευτη -θα τη δεις και στη σειρά- τον δείχνει να έχει δαχτυλίδι. Και αποφάσισα να τον κάνω αρραβωνιασμένο. Οπότε έφτιαξα την οικογένεια της κοπέλας του. Μάνα, πατέρας και δυο κόρες. Η Αννα, η αρραβωνιαστικιά του, και η Ρόζα, η μεγαλύτερη αδελφή της, το παλιό μυαλό που πιστεύει ότι ως μεγαλύτερη πρέπει να παντρευτεί πρώτη. Κι επίσης αυτές οι δύο αδερφές ήταν για μένα το όχημα να μιλήσω για το bullying, τα fake news, την ηθική».
Σκηνή 8: Τα τηλεπαιχνίδια
– Το βιβλίο πότε κυκλοφόρησε;
«Το 2020».
– Και εμφανίστηκε ο Σωτήρης Τσαφούλιας;
«Οχι, εμφανίστηκε η Μιρέλλα Παπαοικονόμου, η σεναριογράφος. Δέκα μέρες αφού είχε βγει το βιβλίο λαμβάνω ένα τηλεφώνημα από έναν βιβλιοπώλη στα Κύθηρα, που μου είπε ότι έδωσε το βιβλίο στη Μιρέλλα -εκείνη μένει έξι μήνες τον χρόνο στα Κύθηρα- και της είπε να το διαβάσει οπωσδήποτε. Πέντε μέρες μετά με πήρε εκείνη τηλέφωνο και μου είπε: “Κύριε Δημάκη, αν συμφωνείτε κι εσείς, θα ήθελα πάρα πολύ να εξερευνήσουμε το ενδεχόμενο να το κάνουμε σενάριο”. Κι έτσι ξεκίνησε μια διαδικασία περίπου ενάμιση έτους. Και το deal έγινε με την Tanweer. Η Tanweer βρίσκει την Cosmote, η Cosmote το δίνει στον Τσαφούλια, εκείνος διάβασε το βιβλίο και του άρεσε πολύ. Εμένα με γνώρισε γιατί εμφανίζομαι στο τηλεπαιχνίδι γνώσεων του MEGA “The Chase”. Εγώ και άλλοι τέσσερις είμαστε οι Chasers, άνθρωποι που έχουμε γνώσεις – γιατί εγώ πήγαινα σε τηλεπαιχνίδια από πολύ μικρός και έχω κερδίσει πολλά λεφτά».
– Εχεις κερδίσει λεφτά από τα τηλεπαιχνίδια;
«Εχω πάρει το σπίτι μου από τα τηλεπαιχνίδια».
– Τι μου λες τώρα!
«Πάω από πολύ μικρός σε τηλεπαιχνίδια γνώσεων. Από παιδάκι έβλεπα “Mega Banca” και έλεγα “αυτό το ξέρω, αυτό το ξέρω”. Και όταν έγινα 25 χρονών άρχισα να πηγαίνω. Τότε δίνανε πολλά λεφτά».
– Σε ποια τηλεπαιχνίδια πήγαινες;
«Ας πούμε στο “Είσαι πιο έξυπνος από έναν δεκάχρονο;”, στο “Θησαυροφυλάκιο” με τον Μικρούτσικο, “Οι κληρονόμοι” με τον Φερεντίνο, το “Still Standing” – πάλι με τη Μαρία Μπεκατώρου όπως και το “The Chase”, εκεί είχα κερδίσει το μεγάλο ποσό».
– Κι εσύ τα ήξερες όλα ρε μπαγάσα;
«Διαβάζω μια ζωή ολόκληρη».
– Τι διαβάζεις;
«Ο,τι πέσει μπροστά μου».
– Μου θυμίζεις την ταινία «Slumdog Millionaire».
«Ναι, του Ντάνι Μπόιλ. Εκείνος όμως ήξερε τις απαντήσεις από βιώματα. Εγώ είχα και βιώματα, αλλά κυρίως επειδή διαβάζω».
– Πόσα κέρδισες από αυτή την ιστορία;
«190 χιλιάρικα! Τα οποία πήγαν στο σπίτι κατά βάση».
Αυτό είναι ρεκόρ!