Η συνεργασία δύο διαφορετικών υπουργείων ήταν επιβεβλημένη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των απαιτούμενων παρεμβάσεων στον χαρακτηρισμένο ως ιστορικό αυτό τόπο που αποτελεί ένα σύνθετο έργο ανθρώπου και φύσης και είναι συνδεδεμένος τόσο με σημαντικά ιστορικά γεγονότα όσο και με την αισθητική του αττικού τοπίου. Τα βήματα που θα ακολουθηθούν προκειμένου να «ξαναγεννηθεί» το Τατόι έχουν καταγραφεί σε τέσσερις διαφορετικές μελέτες, με το υπουργείο Πολιτισμού να έχει αναλάβει την αποκατάσταση των κήπων του Ανακτόρου, τις εργασίες στον Ιερό Ναό της Αναστάσεως και στο Κοιμητήριο που βρίσκεται στον λόφο Παλαιόκαστρο και το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας να έχει υπό την ευθύνη του τα έργα που αφορούν την αποκατάσταση του δασικού οικοσυστήματος και της περιβάλλουσας βλάστησης και ανάδειξης του Κοιμητηρίου.
«Ενα, μέχρι πρότινος και για δεκαετίες, εγκαταλειμμένο κτήμα, συνολικής έκτασης 42.000 στρεμμάτων, αποτελούμενο από ιστορικό πυρήνα 1.600 στρεμμάτων και περίπου 1.200 στρέμματα καλλιεργειών, προστατεύεται και αναβιώνει ως ένας νέος πόλος πολλαπλών δραστηριοτήτων πολιτισμού, ιστορικής μνήμης, αναψυχής, εκπαίδευσης, περιβαλλοντικής αγωγής και γνώσης», σημειώνει η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη. Σύμφωνα δε με την ενημέρωση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρου Σκυλακάκη, «το Τατόι έχει περάσει, πλέον, στη φάση της αναγέννησης και όπου χρειαστεί γίνονται παρεμβάσεις με τεχνητή αναδάσωση, σε επιλεγμένες επιφάνειες». Επιπλέον, η σχετική μελέτη περιλαμβάνει έργα πρόληψης δασικών πυρκαγιών με δημιουργία στεγασμένων αντιπυρικών ζωνών και απομάκρυνσης υπολειμμάτων υλοτομίας, αντιδιαβρωτικά έργα προστασίας του εδάφους, έργα συντήρησης του δασικού δικτύου και περισυλλογής και απομάκρυνσης της καμένης ξυλείας.
Οι κήποι του Ανακτόρου
Οι πολυεπίπεδοι κήποι που απλώνονται νότια του κτιριακού συνόλου του Ανακτόρου και των Μαγειρείων και βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με την Πύλη της Λεύκας αποτελούσαν, διαχρονικά, ένα από τα πλέον εντυπωσιακά τμήματα του πρώην βασιλικού κτήματος. Δημιουργήθηκαν περί τα τέλη του 19ου αιώνα, έπειτα από παραγγελία του Γεωργίου Α΄ στον Δανό δασολόγο και φιλέλληνα Λουδοβίκο Μίντερ, και ολοκληρώθηκαν το 1890. Εκεί μάλιστα υλοποιήθηκε, κατά τη διετία 1924-1926, και ένα πρόγραμμα της Ανωτέρας Δασολογικής και Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής για την Πρακτική Εξάσκηση των φοιτητών. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 κι έπειτα, όμως, οι περίτεχνοι αυτοί κήποι παραδόθηκαν στην εγκατάλειψη, δασώθηκαν, ενώ η πυρκαγιά του 2021 ήρθε να τους ρίξει τη χαριστική βολή.
Οπως βλέπουμε στη σχετική μελέτη αποκατάστασης, η έκτασης 34 στρεμμάτων και περιμέτρου 762 μέτρων αυτή περιοχή θα διατηρήσει, και στη νέα εποχή της, τα ιστορικά χαρακτηριστικά της όσον αφορά τα διαφορετικά της επίπεδα. Η υψηλότερη στάθμη συνδέεται άμεσα με το Ανάκτορο, το οποίο θα λειτουργήσει ως μουσείο, και ενώνεται με την κατώτερη στάθμη μέσω μιας πλατιάς μαρμάρινης σκάλας που οδηγεί στην ελλειψοειδή κρήνη και την κολυμβητική δεξαμενή -κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1950-, την κεντρική Αλέα των Κήπων και τα περιπατητικά μονοπάτια που σχηματίζουν ομόκεντρους κύκλους.