Τον ίδιο, όταν τον ρωτούν, εξοργίζεται. «Από πού κρατάει το σόι μου είναι γνωστό. Εδώ είμαστε 8-9 γενιές. Αν απαντώ σε τέτοιες μικρότητες, θα γίνω σαν κι αυτούς». Βλέπει μικροπολιτικές σκοπιμότητες πίσω από αυτές τις φήμες, οι οποίες πάντως κάθε άλλο παρά απέδωσαν: Ο Ιμάμογλου, επικεντρώνοντας την προεκλογική του εκστρατεία στην ανάγκη για αύξηση της επιδοματικής πολιτικής, τις δωρεάν μεταφορές και τις πράσινες επενδύσεις, μίλησε στις καρδιές ενός ακροατηρίου διαφορετικών πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων και έγινε ξανά «Πορθητής» της Πόλης.
Και απέδειξε ότι οι περισσότεροι από τους περίπου 17 εκατομμύρια κατοίκους της Κωνσταντινούπολης ανησυχούν κυρίως για το αν την επόμενη μέρα θα μπορούν να ζουν υπό καλύτερες συνθήκες, παρά αν ο δήμαρχος είναι… δούρειος ίππος των Ελλήνων για να πάρουν πίσω την Πόλη. Στην Ελλάδα, από την άλλη, μια και ξέρουμε ότι Ελληνας δεν είναι, προσπαθούμε να μάθουμε εάν είναι έστω και λίγο φιλέλληνας, καθώς τα σημάδια που έχει δείξει, είναι αντιφατικά…
Ο Πόντιος Εκρέμ
Στο χωριό Πλάτανα, ή Ακσαμπάτ της Τραπεζούντας, εκεί όπου μεγάλωσε και πήγε σχολείο ο Ιμάμογλου, ένα γιγαντιαίο χάλκινο άγαλμα στέκει αγέρωχο στην παραλία. Είναι ο κεμεντζετζής. Ενας άνδρας με την παραδοσιακή ποντιακή φορεσιά, που παίζει τη λύρα. Αυτή τη λύρα και τα παραδοσιακά ποντιακά τραγούδια, όταν τα ακούει ο Εκρέμ, δακρύζει. Είναι, άλλωστε, εξαίσιος χορευτής και δεν χάνει ευκαιρία να το αποδεικνύει.
Rewind στο 2016: Ο Ιμάμογλου είναι δήμαρχος του Μπεϊλικντουζού, ενός μικρού (για τα δεδομένα της Πόλης, αφού έχει πληθυσμό περίπου 410.000 κατοίκων) δήμου στην ευρωπαϊκή πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Με μια πολυπληθή αντιπροσωπεία, έχει επισκεφθεί την ιερή για τους Τούρκους πόλη των Γιαννιτσών, για να προσκυνήσει στο Μαυσωλείου του Οθωμανού μπέη και στρατηλάτη Γαζή Εβρενού. Εκεί, καθώς επισκέπτεται τον ομόλογό του, στο δημαρχείο, βρίσκεται ο πρόεδρος του ποντιακού συλλόγου «Εύξεινος Λέσχη Γιαννιτσών» Απόστολος Ασλανίδης.
«Εσύ είσαι Καραντενίζ;» τον ρωτάει. Ο Ιμάμογλου πετιέται από την καρέκλα του σαν ελατήριο. Καρά-ντενίζ είναι η Μαύρη Θάλασσα στα τουρκικά και έτσι (Καραντενίζ) αποκαλούνται οι Πόντιοι. Γρήγορα οι δύο άντρες ανοίγουν κουβέντα για τα σιμοχώρια των Πλατάνων, για τα οποία μιλάνε με συγκίνηση και νοσταλγία. Ο Ασλανίδης αναλαμβάνει να τον ξεναγήσει στα Γιαννιτσά. Και τον πηγαίνει στον συνοικισμό της Νέας Τραπεζούντας. Τα μάτια του βουρκώνουν όταν ο Ασλανίδης τού εξηγεί ότι ο σχεδιασμός της πλατείας είναι ίδιος με του «Γκιαούρ Μεϊντάν» που σήμερα ονομάζεται «Ατατούρκ Αλανί». Της κεντρικής πλατείας της Τραπεζούντας, δηλαδή, που είναι συνυφασμένη με τον Ελληνισμό της. Αργότερα, στο σπίτι του Ασλανίδη, ο πρόεδρος των Ποντίων θα έκανε δώρο στον Ιμάμογλου μια φωτογραφία του 1900 με το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας που είχε χτίσει ο παππούς του Απόστολος Ηλιόπουλος. Και, αργότερα, θα του επιφύλασσε μια έκπληξη: Ενα αυθεντικό ποντιακό γλέντι, στο οποίο ο «Καραντενίζ» θα απολάμβανε τη λύρα, θα μίλαγε ποντιακά με τους παρευρισκόμενους και θα χόρευε με την καρδιά του τρομαχτό, αφήνοντας έκπληκτους τους Πόντιους που τον έβλεπαν.
Οταν ο Ιμάμογλου επέστρεψε στην Πόλη, φρόντισε να ανταποδώσει τη συγκίνηση στον Ασλανίδη. Του έστειλε μια φανέλα της Τράμπζονσπορ, της τοπικής ομάδας της Τραπεζούντας (στην οποία ο Ιμάμογλου έπαιξε ποδόσφαιρο μέχρι και σε ημιεπαγγελματικό επίπεδο και αποτέλεσε διοικητικό παράγοντα), με τον αριθμό 61 και το όνομα «Ηλιόπουλος» στη μνήμη του παππού του Ασλανίδη. Αυτό το «Ηλιόπουλος» το έμαθαν κάποιοι Τούρκοι δημοσιογράφοι και -ωθούμενοι από την παραφιλολογία που ήθελε τον Ιμάμογλου να είναι ελληνικής καταγωγής- καθώς και το γεγονός ότι η φανέλα είχε τον αριθμό 61 (το νούμερο με το οποίο έπαιζε πάντα ο ίδιος ο Ιμάμογλου) προφανώς το «μετέφρασαν» όπως ήθελαν. Ή όπως βόλευε.