Με αρνητικά πρόσημα ολοκλήρωσαν τη συνεδρίαση της Δευτέρας οι δείκτες της Wall Street διευρύνοντας έτσι τις απώλειες της προηγούμενης εβδομάδας. Αν και η συνεδρίαση ξεκίνησε με απόπειρα των δεικτών να ανακάμψουν, η αγορά δεν είχε αρκετή δυναμική για να κρατηθεί σε θετικό έδαφος με αποτέλεσμα ειδικά ο S&P 500 και ο Nasdaq να δεχτούν τις μεγαλύτερες πιέσεις.
Έτσι στο ταμπλό ο Dow Jones υποχώρησε κατά 0,65% στις 37.735 μονάδες, ο S&P 500 σημείωσε πτώση κατά 1,20% φτάνοντας τις 5.061 μονάδες, κάτω δηλαδή από το ψυχολογικό όριο των 5.100 μονάδων και ο Nasdaq έκανε «βουτιά» ύψους 1,79% και τις 15.885 μονάδες.
Στον αντίποδα στην αγορά ομολόγων οι αποδόσεις ενισχύθηκαν σημαντικά με την απόδοση του 10ετούς να εκτοξεύεται κατά 13 μονάδες στο 4,634%, ήτοι στο υψηλότερο σημείο του από τα μέσα Νοεμβρίου και του 2ετούς να ανεβαίνει στο 4,938%.
Επιβαρυντικοί παράγοντες στάθηκαν από τη μία πλευρά οι δυσμενείς εξελίξεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και από την άλλη τα απρόσμενα ισχυρά στοιχεία από το μέτωπο των λιανικών πωλήσεων που «φόβισαν» την αγορά, καθώς η προοπτική περαιτέρω ισχυροποίησης της αμερικανικής οικονομίας μπορεί να απομακρύνει ακόμη περισσότερο τη νομισματική χαλάρωση από τη Fed.
Στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής η διεθνής κοινότητα περιμένει με κομμένη την ανάσα τις αποφάσεις του Τελ Αβίβ αναφορικά με το πόσο δυναμικά σκοπεύει να απαντήσει στην ιρανική επίθεση. Διεθνείς ηγέτες, ανάμεσα τους ο Τζο Μπάιντεν, έχουν ασκήσει ασφυκτικές πιέσεις στον Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ώστε να αποφύγει μια απάντηση που θα μπορούσε να οδηγήσει τις δύο χώρες σε σύρραξη με απρόβλεπτες συνέπειες. Ωστόσο, το πολεμικό συμβούλιο του Ισραήλ φαίνεται για την ώρα να παραμένει διχασμένο.
Ο δεύτερος παράγοντας που έφερε τριγμούς στην αγορά ήταν τα πιο θετικά από το αναμενόμενα στοιχεία για τις λιανικές πωλήσεις το Μάρτιο. Οι αναλυτές περίμεναν βελτίωση του δείκτη σε ποσοστό 0,3%, ωστόσο η αύξηση του έφτασε το 0,7%, καθώς τα επίπεδα κατανάλωσης παραμένουν ισχυρά.
Τα στοιχεία αυτά ανάγκασαν άμεσα κάποιους αναλυτές να αναθεωρήσουν τις προβλέψεις τους για τους ρυθμούς ανάπτυξης, κάτι που κατ’ επέκταση θα κάνει τη Fed πιο επιφυλακτική να ξεκινήσει τη μείωση των επιτοκίων.
«Ο αριθμός των λιανικών πωλήσεων ήταν πολύ ισχυρός, αναγκάστηκα λοιπόν να ανεβάσω τις προσδοκίες μου για το ΑΕΠ» ανέφερε ο Τομ Σίμονς της Jefferies. Πλέον αναμένει το ΑΕΠ πρώτου τριμήνου να φτάσει το 3,1%, αντί του 2,2% της προηγούμενης εκτίμησης του.
Για απρόσμενα ισχυρά στοιχεία και σαφές μήνυμα για τις υψηλές αντοχές της κατανάλωσης, καθώς οι μισθοί παραμένουν ψηλά, έκανε λόγο αντιστοίχως ο Αντίτια Μπχάβε της Bank of America.