«Τσαρίνα», είναι το παρατσούκλι με τον οποίο την αποκαλεί ο γαλλικός και αμερικανικός Τύπος, λόγω της ρωσικής της καταγωγής, αν και δεν προέρχεται, όπως θα φανταζόταν κανείς, από κάποια οικογένεια ευγενών ή ζάμπλουτων ολιγαρχών από τη Ρωσία. Η τέταρτη πλουσιότερη γυναίκα της Ευρώπης και μια από τις πλουσιότερες του κόσμου, σήμερα, με περιουσία που ξεπερνά τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ, η γυναίκα που ελέγχει το εμπόριο αγροτικών προϊόντων σε όλο τον πλανήτη και έχει πανίσχυρες επιχειρήσεις σε όποιο τομέα της οικονομίας φανταστεί κανείς, ήταν ένα φτωχό ορφανό της Σοβιετικής Ένωσης, που μορφώθηκε χάρη στις θυσίες του παππού του.
Από το Λένινγκραντ στην κορυφή του κόσμου
Ο παππούς της, Λεονίντ Μπογκντάνοφ, ήταν και αυτός τη μεγάλωσε, αφού οι γονείς της σκοτώθηκαν σε σιδηροδρομικό δυστύχημα το 1969, όταν η Μαργκαρίτα ήταν μόλις 7 ετών. Ο Μπογκντάνοφ θεωρούσε ότι ο μεγαλύτερος πλούτος που μπορεί να χαρίσει στη Μαργκαρίτα είναι η μόρφωση και έκανε ό,τι μπορούσε για να της τη δώσει. Έτσι, αφού αποφοίτησε από το σχολείο, άφησε το Λένινγκραντ (σήμερα Αγία Πετρούπολη) και σπούδασε νομική στο κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Αμέσως μετά, έκανε μεταπτυχιακό στο Ινστιτούτο Σοβιετικού Εμπορίου του Λένινγκραντ, απ’ όπου πήρε πτυχία στα οικονομικά.
Με το τέλος των σπουδών της, η Μαργκαρίτα έφυγε από τη Σοβιετική Ένωση, όπου, ούτως ή άλλως, οι ευκαιρίες ήταν λίγες. Έπιασε -με όπλο το υψηλό της μορφωτικό επίπεδο, το κοφτερό μυαλό και την εντυπωσιακή εμφάνισή της- δουλειά ως πωλήτρια στη γερμανική εταιρεία κατασκευής μικροτσίπ και άλλων ηλεκτρονικών συσκευών, Laytron AG.
Ο παππούς της, Λεονίντ, το όνομα του οποίου δόθηκε -όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς στην εταιρεία που «μπαίνει» στον ΟΛΘ- έζησε να δει την αγαπημένη του εγγονή “τακτοποιημένη”, αφού είχε μια καλή δουλειά με προοπτικές. Όχι οικογενειακά, αφού στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η Μαργκαρίτα παντρεύτηκε έναν Ελβετό φοιτητή, με τον οποίο χώρισαν όμως έναν χρόνο αργότερα. Δεν έζησε ωστόσο να τη δει να εξελίσσεται σε μια πανίσχυρη γυναίκα, αφού έφυγε από τη ζωή το 1985.
Το 1988 η Μαργκαρίτα επέβαινε σε πτήση από τη Ζυρίχη προς το Λονδίνο. Η μοίρα την έφερε να κάθεται δίπλα στον Ρομπέρ Λουί-Ντρέιφους, τον Γάλλο επιχειρηματία με Μάστερ στη Διοίκηση Επιχειρήσεων από το Χάρβαρντ, ο οποίος βρισκόταν συνεχώς «στον αέρα», αφού διοικούσε τις εταιρείες του εμπορευματικού κολοσσού που είχε ιδρύσει ο προπάππους του το 1851. Η Μαργκαρίτα δεν το ήξερε αυτό όταν τον ρώτησε τι ώρα είναι. Ούτε όταν «κόλλησε», αφού αυτός, εκτός από την ώρα, της έδειξε μια φωτογραφία του φουντωτού βρετανικού ποιμενικού του σκύλου (Bobtail) για να τραβήξει την προσοχή της εντυπωσιακής ξανθιάς που καθόταν δίπλα του. Κάτι που κατάφερε, όπως και να πάρει το τηλέφωνό της.
Μερικές μέρες αργότερα, ο Ρομπέρ κάλεσε τη Μαργκαρίτα, ζητώντας της να του μεταφράσει ένα έγγραφο στα ρωσικά. «Ξέρεις, θα μπορούσες να μου ζητήσεις να βγούμε για δείπνο και χωρίς καμια μετάφραση», του απάντησε αυτή. «Εντάξει», μονολόγησε αυτός και η ιστορία αγάπης τους θα έφτανε, μοιραία, στο γάμο τους το 1992.
Μετά το γάμο, η Μαργκαρίτα πήρε ελβετική υπηκοότητα και έγινε full time μητέρα, καθώς ασχολούταν με τα τρία παιδιά που απέκτησε με τον Ρομπέρ. Τον Έρικ και τα δίδυμα Κυρίλ και Μορίς. Στο μεταξύ, ο Ντρέιφους είχε δημιουργήσει έναν νέο επιχειρηματικό κολοσσό χωρίς να έχει χρησιμοποιήσει ούτε ένα σεντ από τον κολοσσό που επρόκειτο να κληρονομήσει-στον οποίο άλλωστε δεν συμμετείχε. Είχε βγάλει μια περιουσία από το πόκερ (!) και θα δημιουργούσε μια ακόμα μεγαλύτερη περιουσία από τη διάσωση επιχειρήσεων που κατέρρεαν, όπως ο γίγαντας των αθλητικών ειδών Adidas και η διαφημιστική Saatchi & Saatchi.
Ανάμεσα στις δεκάδες εταιρείες που διοικούσε στην Ευρώπη, την Αυστραλία, την Ασία και την αμερικανική ήπειρο, άρχισε να εμπλέκεται όλο πιο έντονα και με τον αθλητισμό. Έτσι, το 1996, μπήκε στο επίκεντρο της επικαιρότητας, αφού αγόρασε τον γαλλικό ιστορικό ποδοσφαιρικό σύλλογο Μαρσέιγ (Olympique de Marseille).
Η χαρά του από την εμπλοκή του στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο της Ευρώπης, δεν θα κράταγε πολύ. Έναν χρόνο αργότερα, διαγνώστηκε με λευχαιμία. Η ασθένεια ήταν πολύ επιθετική και, καθώς η μάχη του με αυτή γινόταν όλο και πιο έντονη, έδινε σταδιακά στη Μαργκαρίτα όλο και περισσότερα καθήκοντα. Το 2000 επέστρεψε στον οικογενειακό κολοσσό των αγροτικών προϊόντων, τη Louis-Dreyfus Group που είχε ιδρύσει ο προπάππους του το 1851.