Την τελετή άνοιξε, προσφωνώντας τον τιμώμενο, ο πρύτανης και καθηγητής κ. Μελέτιος-Αθανάσιος Δημόπουλος. Την περιένδυση με την τήβεννο της Σχολής πραγματοποίησε ο κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής, αν. καθηγητής κ. Χρήστος Καραγιάννης, ενώ το ψήφισμα αναγνώστηκε από τον πρόεδρο του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας, Μητροπολίτη Κρήνης κ. Κύριλλο.
Τον έπαινο του τιμωμένου συνέθεσε ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολης, κ. Εμμανουήλ Καραγεωργούδης, ο οποίος επισήμανε: «Η ένταξη του Μητροπολίτη Γέροντος Χαλκηδόνος στην χορεία των επί τιμή Διδακτόρων μας εκφράζει την ομόθυμη ενσυναίσθηση ν’ αχτινοβολήσουμε μαζί του, το διάχυτο εκείνο πνεύµα κατά τα συναισθηµατικά κέντρα του κόσµου ολόκληρου. Κάθε στιγµή μας πρέπει να είναι κιόλας µια στιγμή της νέας πραγματικότητας· κάθε της αποτέλεσμα, το αποτέλεσμα µιας καινούριας, πιο τολμηρής, επέμβασης μέσα στον κόσμο. Ο Χαλκηδόνος Εμμανουήλ, δωρικός, γεμάτος, αληθινός, φέρει ζωντανούς και -για τούτο- ελκυστικούς τους ποιητικούς εκκλησιαστικούς τρόπους του Βυζαντίου. Είναι ο Ιεράρχης, που σαν τον ναυτίλο, έχει κάθε στιγμή επίγνωση των διαστάσεων καθώς και του στίγματος, όπου ο ίδιος βρίσκεται και που η νοητή ναυς της Εκκλησίας πάντα μετακινείται. Η Αλήθεια, που εκφράζει, είναι η αλήθεια του σοφού Ιεράρχη και -ευτυχώς ταυτόχρονα- η αλήθεια του πιο αθώου παιδιού, έτσι, όπως αγαπά να διαλέγει και να εκδηλώνεται στις κρίσιμες στιγμές η πρώτη φύση των πραγμάτων».
Ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος ανέπτυξε το θέμα «Φως φορεί, φως πέμπει, φως εστι: Η θέορτος αρτιφωνία του Χαλκηδονίου δόγματος ως εσαεί μέτρον της Κοινωνίας εν διαλόγω», σε μία ομιλία σταθμό για την σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία. Μεταξύ άλλων είπε: «Το δόγμα δεν είναι ένας τύπος αυθαίρετα επιβεβλημένος, μία μορφή «εργαστηριακής» θεολογίας. Είναι η έκφραση -με αιώνια γόνιμο τρόπο- της ουσιαστικής πραγματικότητας της χριστιανικής ζωής εν πίστει στο Σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία. Ο Όρος της Χαλκηδόνος δεν ήταν μια αυτονόητη μεταφυσική δήλωση. Ήταν μια δογματική απόφανση, μια ομολογία, μια δήλωση πίστεως. Δεν πρέπει να απομονώνεται από το συνολικό όραμα του μεγάλου μυστηρίου της ευσεβείας, που οφείλει να συλλαμβάνεται δια της πίστεως. Ήταν ένα θεολογικό κλειδί τόσο για την ιστορία της Καινής Διαθήκης όσο και για την εμπειρία της Εκκλησίας, που η ίδια ανήκει σε αυτό το μυστήριο, όντας το Σώμα του Ένσαρκου Λόγου».