Διετέλεσε πρόεδρος της υποεπιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και πρόεδρος αποστολών διασύνδεσης της Ε.Ε. με χώρες της Βόρειας Αφρικής. Από το 2019 και εξής αφοσιώθηκε στο λόμπινγκ, εξακολουθώντας να συγχρωτίζεται με μέλη της πολιτικής κοινότητας των Βρυξελλών και περιφερόμενος ως ιδρυτής μιας ΜΚΟ. Εξυπακούεται ότι ο «Πάντσερ» ταξίδευε συχνά στο Κατάρ και φωτογραφιζόταν χαμογελαστός δίπλα σε πρόσωπα με αδιευκρίνιστα καθήκοντα, επίσης από τον κύκλο του λόμπινγκ. Παρ’ όλα αυτά, αν και αρχετυπικός δημοσιοσχεσίτης, ο Παντσέρι δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να μάθει οποιαδήποτε άλλη γλώσσα εκτός της μητρικής του, ενώ αντί για χαρτοφύλακα συνήθιζε να μεταφέρει τα έγγραφά του σε πλαστική σακούλα.
Ο «Πάντσερ» κινήθηκε βάσει του επιχειρησιακού εγχειριδίου της μαφίας: ο εκμαυλισμός και η μύηση των συνεργών του έπρεπε να διέπονται από τον πρωταρχικό άγραφο νόμο της Κόζα Νόστρα, την απόλυτη εμπιστοσύνη. Υπό αυτή την έννοια, η σύζυγος και η κόρη του «Πάντσερ» ήταν γι’ αυτόν η πρώτη και αυτονόητη επιλογή. Αλλά ο κύκλος έπρεπε να ανοίξει περαιτέρω για να επιτευχθούν οι στόχοι της επιχείρησης, το δίκτυο διαφθοράς έπρεπε να εξαπλωθεί και να διεισδύσει όσο βαθύτερα γινόταν.
Γι’ αυτό και ο «Πάντσερ» στρατολόγησε έναν παλιό βοηθό και επίσης συμπατριώτη του από το Μπέργκαμο, τον Φραντσέσκο Τζόρτζι, με το καλοκάγαθο, σχεδόν αγγελικό πρόσωπο. Δοκιμασμένος ως προς την αποτελεσματικότητά του και έμπιστος, ο Φραντσέσκο ήταν πολύτιμος χάρη σε ένα ακαταμάχητο προνόμιο: τα τελευταία χρόνια μοιραζόταν τη ζωή του με μία από τις 14 αντιπροέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την Ελληνίδα ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ και δραστήριο μέλος της Σοσιαλδημοκρατικής Ομάδας S&D, Εύα Καϊλή. Ακολούθως, για χάρη της Εύας ή και του Φραντσέσκο και σε διαφορετικό βαθμό το καθένα, στην υπόθεση αναμείχθηκαν πρόσωπα από την ίδια οικογένεια, ο πατέρας Αλέξανδρος Καϊλής και η αδελφή της Εύας, Μανταλένα.