Δυστυχώς, οι θεαματικές ευεργεσίες του θρυλικού Πελέ στους φιλάθλους των γηπέδων όλου του πλανήτη στα οποία μεγαλούργησε μπορεί να γεμίζουν χιλιάδες ιστορικές σελίδες στη βίβλο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, αλλά δεν τον έκαναν άφθαρτο στον χρόνο.
Στα 82 του σήμερα έδωσε την πιο κρίσιμη μάχη της ζωής του στην αναμέτρηση με τη μοιραία κατάληξη. Εδώ και σχεδόν έναν μήνα νοσηλευόταν χτυπημένος από καρκίνο στο νοσοκομείο «Albert Einstein» στο Σάο Πάολο. Μεταφέρθηκε εκεί επειγόντως από την παραθαλάσσια έπαυλή του Γκουαρουζά στις ακτές του νότιου Ατλαντικού, όπου παρέμενε από την αρχή της πανδημίας. Η υγεία του είχε επιδεινωθεί μετά τη μόλυνσή του από τον κορωνοϊό που ήρθε να προστεθεί στα υπόλοιπα προβλήματά του. Είχε αναγκαστεί να χρησιμοποιεί περιπατητήρα και αναπηρικό καροτσάκι δημόσια μετά την αποτυχημένη επέμβαση αντικατάστασης ισχίου, ενώ τα τελευταία χρόνια μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία για επεμβάσεις νεφρού και προστάτη.
Στο πλευρό του βρισκόταν συγκινημένη η οικογένειά του και νοερά όλος ο κόσμος του ποδοσφαίρου που αγωνιούσε και προσευχόταν γι’ αυτόν. Δυστυχώς για όλους, δεν άντεξε. Σφράγισε για πάντα τα μάτια του την Πέμπτη, αφήνοντας με την απώλειά του ορφανό ένα μεγάλο κεφάλαιο που υπέγραψε στην Ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Τυχεροί όσοι τον είδαν ζωντανά να παίζει. Ανάμεσα σε εκείνους που πρόλαβαν να τον χαρούν μόλις 20χρονο αλλά παγκοσμίως κιόλας καταξιωμένο περισσότεροι από 75.000 Ελληνες, στα ματς που έδωσε με την ομάδα του στην Αθήνα πριν από περίπου 62 χρόνια. Πάμε πίσω στο καλοκαίρι του 1961.
Σε μια εποχή που ο κόσμος βυθίζεται στην κατάψυξη του Ψυχρού Πολέμου. Στη διόλου αμέριμνη από τις διεθνείς εντάσεις φτωχή Ελλάδα εγκαινιάζεται το ξενοδοχείο «Μον Παρνές» στο Μαυροβούνι της Πάρνηθας, ενώ στο εργοστάσιο της Χαλυβουργικής στην Ελευσίνα θεμελιώνεται η πρώτη υψικάμινος στη χώρα. Τηλεόραση στην Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε για δείγμα και η άμεση πρόσβαση στη θεά του υπόλοιπου κόσμου είναι εξαιρετικά περιορισμένη.