Πρόκειται για τον άνθρωπο που οι Ιταλοί εισαγγελείς θεωρούν αρχηγό της μαφίας της Κόζα Νόστρα και διάδοχο των Τοτό Ριίνα και Τζουζέπε Προβεντσάνο.
Η σύλληψη πραγματοποιήθηκε στις 9:35 (τοπική ώρα), όταν ο φυγόδικος μαφιόζος βγήκε από κλινική μέσα σε όχημα των καραμπινιέρων και φρουρούμενος από ισχυρές δυνάμεις.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, ο «αρχινονός» βρισκόταν στην κλινική Λα Μανταλένα του Παλέρμο, όπου και πραγματοποιούσε εξετάσεις λόγω ογκολογικού προβλήματος. Μεταφέρθηκε ήδη σε μυστική τοποθεσία.
Δείτε βίντεο
Ο Ματέο Μεσίνα Ντενάρο, 60 ετών, ήταν καταζητούμενος από το 1993. «Θα ακούσεις να μιλάνε για μένα, θα με παρουσιάσουν σαν τον διάβολο, αλλά είναι όλα ψέματα», είχε γράψει στην τότε αρραβωνιαστικιά του, πριν εξαφανιστεί.
Έχει καταδικασθεί δεκάδες φορές σε ισόβια για σειρά δολοφονιών, μεταξύ των οποίων και εκείνη του 12χρονου Τζουζέπε Ντι Ματέο δια στραγγαλισμού. Το παιδί δολοφονήθηκε μόνο και μόνο επειδή ο πατέρας του, ως μεταμελημένος μαφιόζος, είχε συνεργαστεί με την δικαιοσύνη.
Τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης υπογραμμίζουν ότι πρόκειται για τον τελευταίο «πανίσχυρο νονό» της Κόζα Νόστρα. Για την σύλληψή του, ιδίως τα τελευταία δέκα χρόνια, ξοδεύτηκαν μεγάλα ποσά και κινητοποιήθηκαν χιλιάδες αστυνομικοί και καραμπινιέροι. Κατέστη δυνατό να εντοπιστεί και να συλληφθεί ακριβώς τριάντα χρόνια μετά τη σύλληψη του ιστορικού αρχιμαφιόζου Τοτό Ριίνα.
«Ο πόλεμος κατά της μαφίας θα συνεχιστεί αδιάκοπα. Είναι μια μεγάλη νίκη του ιταλικού κράτους, που αποδεικνύει ότι δεν το βάζει κάτω και καταπολεμά αποτελεσματικά την μαφία», δήλωσε η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι.
Από την πλευρά του, ο Ιταλός υπουργός Εσωτερικών Ματέο Πιαντεντόζι δήλωσε ότι «η ικανοποίηση για το ιστορικό αποτέλεσμα της σύλληψης του Ματέο Μεσσίνα Ντενάρο, είναι τεράστια».
«Συγχαίρω τους καραμπινιέρους και την εισαγγελία του Παλέρμο της Σικελίας για το ότι κατάφεραν να πετύχουν την σύλληψη ενός άκρως επικίνδυνου φυγόδικου. Πρόκειται για μια εξαιρετική ημέρα, τόσο για το ιταλικό κράτος, όσο και για όλους εκείνους οι οποίοι ανέκαθεν πολεμούσαν τις μαφίες, σε καθημερινή βάση», πρόσθεσε ο Πιαντεντόζι.