Αναδείχθηκε κορυφαίος Έλληνας παίκτης για τον 20ό αιώνα από τη Διεθνή Υπηρεσία Ιστορίας και Στατιστικής Ποδοσφαίρου. Έγραψε με καλλιγραφικά γράμματα το όνομά του στα βιβλία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ενώ τίμησε όσο ελάχιστοι τη φανέλα με τον Δικέφαλο Αετό. Σε 17 χρόνια (1962-1979) κατέκτησε με την ΑΕΚ, πέντε πρωταθλήματα και τρία κύπελλα Ελλάδος.
Παρόλα αυτά, πολλά από τα παραπάνω δεν θα είχαν συμβεί, εάν υπέγραφε συμβόλαιο συνεργασίας με την Ρεάλ Μαδρίτης που επιθυμούσε να τον εντάξει στο δυναμικό της. Ωστόσο, φαντάζεστε έναν Έλληνα άσο με τη φανέλα της μεγαλύτερης ομαδας στην Ευρώπη;
Ο Μίμης Παπαϊωάννου στο ραντάρ της Ρεάλ Μαδρίτης
Ο 22χρονος πολυδιάστατος άσος από τη Νέα Νικομήδεια Ημαθίας, εξελίχτηκε σε ένα από τα πολύτιμα πετράδια στο δυναμικό της «Ένωσης». Τόσο εκτυφλωτική ήταν η λάμψη του που η «Βασίλισσα» της Ευρώπης θαμπώθηκε και θέλησε να τον κάνει δικό της. Μάλιστα, προσέφερε 4.000.000 δραχμές στους «κιτρινόμαυρους» και 750.000 στον παίκτη.
Καταλυτικό ρόλο στην τροπή των γεγονότων διαδραμάτισε ένα φιλικό που έδωσε ο «Δικέφαλος» κόντρα στους «μπλάνκος» στις 12 Μαΐου 1965 στη Νέα Φιλαδέλφεια. Η αναμέτρηση ολοκληρώθηκε δίχως θριαμβευτή (3-3) και ο Παπαϊωάννου βρήκε δύο φορές δίχτυα.
Μια άλλη μεγάλη δόξα της ΑΕΚ, ο Κώστας Νεστορίδης, στην αυτοβιογραφία του «Ο μάγος της μπάλας» θυμόταν από εκείνο το ματς: «Όταν ξεκίνησε το παιχνίδι, βλέπω ότι οι δικοί μας είχαν τρακ. Παίρνω λοιπόν την μπάλα και περνάω δύο-τρεις Ισπανούς για να δείξω στους συμπαίκτες μου ότι οι αντίπαλοί μας δεν ήταν τίποτε θεοί».
Ο Παπαϊωάννου, με στιβαρή αφήγηση που ρέει σαν νερό, επισημαίνει στη δική του αυτοβιογραφία με τίτλο «Ραντεβού στον αέρα» την οποία επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος, Νίκος Κατσαρός:
«Την άλλη μέρα, να τα πάλι τα ‘ξύλινα’ γράμματα στις αθλητικές εφημερίδες: ‘3.000.000 δίνουν στην ΑΕΚ οι Ισπανοί για τον Παπαϊωάννου’, ’700.000 προσφέρει η Μαδρίτη στο σύγχρονο Έλληνα άσο’. Αλήθεια ήταν! Και τριετές συμβόλαιο και φαγητό και σπίτι. Όχι βέβαια ότι μου έδιναν βίλα, όπως γίνεται σήμερα με τους ξένους επαγγελματίες που έρχονται να αγωνιστούν στην Ελλάδα, αλλά θα ήταν ένα βήμα μπροστά. Σκέφτηκα: ’Μίμη, πρόκειται για την ευκαιρία της ζωής σου. Μπάλα δεν θέλεις να παίξεις; Ιδού η πρόκληση. Γίνε επαγγελματίας σε ηλικία 22 ετών και θα λύσεις το πρόβλημα της ζωής σου’.
Εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι και η λαχτάρα μου, αν υπήρχε ‘μετρητής’ όπως στην πίεση και μου τη μετρούσαν, θα έσπαγε τα κοντέρ… Ήθελα πολύ να πάω στη Ρεάλ, με είχε ξεμυαλίσει η ιδέα να φορέσω τη φανέλα της σπουδαιότερης ευρωπαϊκής ομάδας, ωστόσο στην ΑΕΚ ήταν ανένδοτοι.
Σκέφτονταν ότι θα μπορούσα να γίνω για αρκετά χρόνια ο παίκτης-ηγέτης, πάνω στον οποίο θα στήριζαν τις φιλοδοξίες τους – και δεν τους κατακρίνω. Ταυτόχρονα, κάποιοι φοβούνταν να με δώσουν, γιατί αυτό θα ξεσήκωνε τις διαμαρτυρίες των φίλων της ΑΕΚ. Ο Δημήτρης Σεβαστάκης, που ήταν τότε ο γενικός αρχηγός, μου μίλησε απλά και σταράτα:
‘Ρε Παπαϊωάννου, αγόρι μου, δεν μπορούμε να σε δώσουμε, επειδή τότε θα πρέπει να φύγουμε από την Αθήνα να μην μας δείρουν οι οπαδοί. Και δεν μπορούμε να φύγουμε, γιατί οι δουλειές μας είναι εδώ, όπως και οι οικογένειές μας…’