Έπειτα από ένα «θρίλερ» διαπραγματεύσεων που διήρκεσε όλο το Σαββατοκύριακο, χθες το βράδυ ανακοινώθηκε η «έκτακτη διάσωση» της Credit Suisse, ύψους 3 δισ. ελβετικών φράγκων, με την εξαγορά της από την μεγαλύτερη ελβετική τράπεζα, την UBS.
Οι ρυθμιστικές αρχές και η ελβετική κυβέρνηση έσπευσαν να διευκολύνουν τη διάσωση και να στηρίξουν την εμπιστοσύνη των αγορών, ενώ έξι κεντρικές τράπεζες παρουσίασαν σχέδια για την ενίσχυση της ρευστότητας του δολαρίου.
Οι αγορές άνοιξαν, όμως, τη Δευτέρα με ισχυρές απώλειες. Το κλίμα μπορεί να αναστράφηκε στη συνέχεια, το γεγονός όμως είναι ενδεικτικό της ανησυχίας που διατηρούν οι επενδυτές ότι το «σωσίβιο» που δόθηκε στην Credit Suisse δεν θα είναι αρκετό να αποτρέψει ένα φαινόμενο ντόμινο, ιδιαίτερα εάν ληφθούν υπόψη και οι κλυδωνισμοί σε περιφερειακά τραπεζικά ιδρύματα των ΗΠΑ.
«Πολλοί θα αναρωτιούνται ποιος θα μπορούσε να είναι ο επόμενος», δήλωσε ο Ροντρίγκο Κάτριλ στρατηγικός αναλυτής της National Australia Bank Ltd. στο Σίδνεϊ. «Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη χωρίς να δώσουν μήνυμα ανησυχίας» πρόσθεσε.
Ο «διάβολος» στις λεπτομέρειες
Το μέγεθος της Credit Suisse αποτελούσε πηγή ανησυχίας για το τραπεζικό σύστημα, όπως και το παγκόσμιο «αποτύπωμά» της, λόγω των πολλών διεθνών θυγατρικών της. Ο ισολογισμός της τράπεζας, με ιστορία 167 χρόνων, είναι περίπου διπλάσιος από τον ισολογισμό της Lehman Brothers όταν κατέρρευσε.
Η τράπεζα που προκύπτει από το deal Credit Suisse – UBS είναι ένας τεράστιος δανειστής, με περισσότερα από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια σε συνολικά επενδυμένα περιουσιακά στοιχεία, ανάφερε η UBS ανακοίνωσή της αργά την Κυριακή.
Ο Neil Shearing, επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου στην Capital Economics, σημείωσε ότι η εξαγορά της Credit Suisse μπορεί να ήταν ο καλύτερος τρόπος για να τερματιστούν οι αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητά της ως επιχείρηση, αλλά «ο διάβολος θα βρίσκεται στις λεπτομέρειες» της συμφωνίας εξαγοράς της από την UBS.
Το τίμημα της εξαγοράς δημιουργεί καχυποψία στους επενδυτές: Τα 3,25 δισ. δολαρίων αντιστοιχούν περίπου στο 4% της λογιστικής αξίας και περίπου στο 10% της χρηματιστηριακής αξίας της Credit Suisse στην αρχή του έτους.
«Αυτό υποδηλώνει ότι ένα σημαντικό μέρος των περιουσιακών στοιχείων 570 δισεκατομμυρίων δολαρίων της Credit Suisse μπορεί είτε να απομειωθεί είτε να θεωρηθεί ότι κινδυνεύει να υποστεί απομείωση. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει εκ νέου ανησυχίες σχετικά με την υγεία των τραπεζών» σημείωσε ο Neil Shearing.
Την ίδια στιγμή, μεταξύ των μεγαλύτερων χαμένων από την πώληση της Credit Suisse είναι οι επενδυτές στα πιο επισφαλή ομόλογα της τράπεζας, γνωστά ως AT1, αξίας 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων τα οποία έχουν πλέον μηδενική αξία μετά την εξαγορά. Αυτοί οι διαχειριστές κεφαλαίων δέχτηκαν πλήγμα, δημιουργώντας πιθανόν περιδίνηση σε μία αγορά ύψους 275 δισ. δολαρίων.
Όπως γράφει το Bloomberg, οι πιστωτές αναζητούν από την Κυριακή μανιωδώς τα ψιλά γράμματα για αυτούς τους λεγόμενους πρόσθετους τίτλους βαθμίδας 1 για να καταλάβουν εάν οι αρχές σε άλλες χώρες θα μπορούσαν να επαναλάβουν αυτό που έκαναν οι Ελβετοί: δηλαδή να τους «εξαφανίσουν» διατηρώντας παράλληλα αξία 3,3 δισ. δολαρίων για τους επενδυτές μετοχών.
Αφουγκραζόμενη αυτήν την ανησυχία, οι εποπτικές αρχές του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης διεβαίωσαν το μεσημέρι ότι «οι κοινοί μετοχικοί τίτλοι είναι οι πρώτοι που απορροφούν τις ζημίες και μόνο μετά την πλήρη χρήση τους θα απαιτείται η απομείωση των ομολόγων ΑΤ1».
«Το πρόσθετο Tier 1 (ΑΤ1) είναι και θα παραμείνει σημαντικό στοιχείο της κεφαλαιακής διάρθρωσης των ευρωπαϊκών τραπεζών» υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση.
Τι λένε 11 γκουρού των επενδύσεων