Βασίλης Σαμαράς – «Δεν φταίω μόνο εγώ»
Οσο και αν ήρθε με φριχτή καθυστέρηση η γνωμοδότηση-καταγγελία της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων ότι ο Βασίλης Σαμαράς, όπως και όλοι οι νέοι σταθμάρχες, είναι ανεπαρκώς εκπαιδευμένοι με ευθύνη του ΟΣΕ και ως εκ τούτου ακατάλληλοι να ασκήσουν καθήκοντα σε πραγματικές συνθήκες, στην πράξη εξυπηρετεί το υπερασπιστικό αφήγημα του μοιραίου σταθμάρχη. Διότι, όντας ήδη προφυλακισμένος ως ο κύριος υπαίτιος για τη μεγαλύτερη σιδηροδρομική τραγωδία που συνέβη ποτέ στην Ελλάδα, ο Βασίλης Σαμαράς δείχνει, αφενός συμβιβασμένος με την προοπτική της καταδίκης του. Αφετέρου όμως, φαίνεται εξίσου αποφασισμένος να πάρει κι άλλους μαζί του, είτε στη φυλακή είτε στη δημόσια κατακραυγή, σαν συνενόχους του.
Το συμπέρασμα της ΡΑΣ περί πλημμελούς εκπαίδευσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ένα έγκυρο, κοινώς αποδεκτό και άρα αδιαμφισβήτητο ελαφρυντικό για τον Σαμαρά. Βάσει της λογικής ότι «δεν φταίω εγώ. Φταίνε αυτοί που με εκπαίδευσαν, φταίει το σύστημα που παράγει και διορίζει ανέτοιμους σταθμάρχες. Φταίνε οι προηγούμενοί μου που έφυγαν νωρίς, φταίει και ο μηχανοδηγός του IC 62» κ.ο.κ.
Εξάλλου σε αυτή τη γραμμή άμυνας εντάσσεται το επιχείρημα του Σαμαρά περί συνυπαιτιότητας του χειριστή του Intercity: «Ο μηχανοδηγός σίγουρα είχε αντιληφθεί ότι κινείται στη γραμμή καθόδου. Επρεπε να με φωνάξει και να με ρωτήσει γιατί κινείται εκεί κι αν η πορεία θα συνεχιστεί ή όχι. Από τη στιγμή που δεν του ανέφερα ότι κινείται μέσω διαγωνίου στην κάθοδο, έπρεπε να σταματήσει και να φωνάξει γιατί το κλειδί είναι ανάποδα».
Ο χλευασμός και το λάθος
Παραδόξως, ο Σαμαράς μοιάζει να ξέρει πολύ καλά τι κάνει, τι λέει, τι επιδιώκει αφότου συνελήφθη, παρά όταν προσπαθούσε να δείχνει ότι έχει τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης στον σταθμό της Λάρισας. Ασχέτως αν, ακόμη και τη νύχτα της πολύνεκρης τραγωδίας, δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι ακόμη και οι μηχανοδηγοί των διερχόμενων τρένων τον περιέπαιζαν για την οφθαλμοφανή ανικανότητά του.
Αυτό δείχνει π.χ. η στιχομυθία του Σαμαρά με το πλήρωμα του προαστιακού συρμού Λάρισα – Θεσσαλονίκη 2597. Ο μηχανοδηγός του τρένου υποβάλλει διαρκώς διευκρινιστικές ερωτήσεις («Με φωτοσήματα, έτσι;», «Λάρισα, με φωτοσήμανση θα έρθουμε;», «Λάρισα, κατάλαβες ποιο είναι;», «Γιατί κάνουμε την οπισθοπορεία;», «Ακούει ο σταθμάρχης Λάρισας; Ποιος ο λόγος της οπισθοπορείας;») Ο Σαμαράς αρχικά διστάζει και αποφεύγει να απαντήσει. Οταν τελικά το κάνει, χάνει τα λόγια του, εντέλει δίνει μια ερασιτεχνική εντολή – «κάνε λίγο πίσω»- σαν να κουμαντάριζε Ι.Χ. σε φέρι. Σιδηροδρομικοί οι οποίοι άκουσαν τη συγκεκριμένη συνομιλία αντιλήφθηκαν αμέσως ότι οι χειριστές του 2597 κορόιδευαν τον σταθμάρχη. Οσο για την τελική δικαιολογία του αναφορικά με τη μανούβρα του τρένου, ήταν ένα ψέμα. Οταν ο Σαμαράς δικαιολόγησε την οπισθοπορεία της 2597 «επειδή φλασάριζε ένα κλειδί», οι γνώστες κατάλαβαν ότι προσπαθούσε να καλύψει ένα σφάλμα ρύθμισης των γραμμών που μόνο εκείνος θα μπορούσε να έχει διαπράξει.
Σε όσα από τα 620 ηχογραφημένα αποσπάσματα των συνομιλιών μεταξύ των σιδηροδρομικών ακούγεται η φωνή του, μπορεί να διακρίνει κάποιος εύκολα την προσπάθεια που καταβάλλει ο Σαμαράς να επιδεικνύει αυτοπεποίθηση και βεβαιότητα για τις πληροφορίες ή τις εντολές που δίνει. Το ύφος και ο τόνος της φωνής του ταιριάζουν σε κάποιον που υποδύεται τον σταθμάρχη, σαν να ενσαρκώνει ρόλο σε θεατρική παράσταση. Κωμικό όταν ο Σαμαράς π.χ. ρωτούσε τον Ρυθμιστή Ελξης «καινούργιος είσαι;». Τραγικό όμως όταν αποκάλυπτε το μέγεθος της ανικανότητάς του, όταν διαβεβαίωνε τον Ρυθμιστή Κυκλοφορίας ότι είχε θέσει το IC 62 «κανονικά, στην άνοδο».
«Μη μου δείχνεις, ξέρω»