Πέρασαν επτά-οχτώ δεκαετίες από τα μέσα των ‘40s όταν πρωτοέκανε την εμφάνισή του στην αγορά ένα επαναστατικό για την εποχή του προϊόν, το οποίο χρησιμοποιείται για την φύλαξη/συντήρηση και μεταφορά τροφίμων και από τότε δεν λείπει σχεδόν από κανένα ψυγείο νοικοκυριού.
Ποιος δεν γνωρίζει τα τάπερ; Η εφεύρεση του χημικού Earl Tupper μετρά 77 χρόνια ζωής, από το 1946.
Το 1964 ήρθε στην Ελλάδα και μια τριετία αργότερα άρχισε η λειτουργία του εργοστασίου της Tupperware στη Θήβα. Μετά από 56 χρόνια όμως τα… ταπεράκια παύουν –κατά τα φαινόμενα- να είναι «ελληνικής κατασκευής», ή για την ακρίβεια αυτό αφορά όσα κατασκευάζονται στην Ελλάδα.
Αιτία, η απόφαση του αμερικανικού επιχειρηματικού ομίλου Tupperware Brands Corporation να κλείσει το εργοστάσιο της θυγατρικής του βιομηχανίας πλαστικών ειδών οικιακής χρήσεως Tupperware Hellas στη Θήβα από τις 13/4, με βάση την ενημέρωση προς το προσωπικό και όσα είχαν δει το φως της δημοσιότητας μετά την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου.
Μια κίνηση η οποία προκαλεί αντιδράσεις, καθώς υπολογίζεται ότι πάνω από 150 εργαζόμενοι του θα βρεθούν χωρίς δουλειά, αν δεν αλλάξει κάτι. Αν δηλαδή η εταιρεία δεν αναγκαστεί να ανακαλέσει το σχέδιο της…
H Tupperware βέβαια θα διατηρήσει τις εμπορικές δραστηριότητές της και τα logistics στην Ελλάδα και θα συνεχίσει να πουλάει τα προϊόντα της μέσω του δικτύου διανομέων και πωλητών.
Η ιστορία των τάπερ – την ονομασία της εταιρείας και του brand εμπνεύστηκε ο ιδρυτής της από το επώνυμό του-, ξεκινά από την μεταπολεμική περίοδο και από εκείνο τον καιρό δεν είχαν χάσει ποτέ ως τώρα την δημοτικότητά τους, ούτε άλλαξε ουσιαστικά κάτι στην «κεντρική ιδέα» της παραγωγής τους.
Το πρώτο πλαστικό σκεύος της Tupperware ήταν ένα μικρό μπολ (το Wonderlier Bowl), συνοδευόμενο από ένα υδατοστεγές και αεροστεγές κάλυμμα, ελαφρύτερο από άλλα γυάλινα ή κεραμικά δοχεία για φαγητό, το οποίο δεν έσπαγε όπως αυτά και πλεονεκτούσε απέναντι τους. Λόγοι για να το προτιμήσουν εκατοντάδες εκατομμύρια καταναλωτών σε όλο τον πλανήτη, ενώ πωλείται ακόμα και σήμερα σε διάφορα μεγέθη και χρώματα, μετά από τόσες δεκαετίες, από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια εύκολη μέθοδος συντήρησης των τροφίμων, με βάση ένα προϊόν το οποίο στα πρώτα του βήματα δεν αποδείχτηκε τόσο εμπορικό όσο θα περίμενε ο δημιουργός του ως προς τις πωλήσεις του στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Δεν άργησε να εντοπίσει το πρόβλημα και να βρει την λύση του: κι αυτό δεν ήταν άλλο από το γεγονός ότι οι καταναλωτές δεν γνώριζαν την χρήση του νέου, άγνωστου σκεύους.
Οι νοικοκυρές την κατανόησαν και την έμαθαν μέσα από τις κατ’ οίκον επιδείξεις, πράγμα που πρόσφερε μεγάλη ώθηση στους τζίρους της Tupperware.
Η επιτυχία του νέου εγχειρήματος σε επίπεδο μάρκετινγκ για την προσέγγιση του καταναλωτικού κοινού, κάπου στα τέλη των ‘40s, έφερε μάλιστα και ανατροπές. Λίγα χρόνια αργότερα, η Tupperware απέσυρε τα προϊόντα της από τα καταστήματα των αλυσίδων του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης το 1951, πόνταρε στις ικανότητες των πλασιέ, κυρίως γυναικών και είδε τη νέα στρατηγική της να αποδίδει.
Με το πέρασμα του χρόνου, προσάρμοσε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και το design των τάπερ της στις απαιτήσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής ως προς την αποθήκευση, την συντήρηση και την προετοιμασία του φαγητού, προσφέροντας προϊόντα για όλες τις ανάγκες και για κάθε κουλτούρα, όπως αναφέρει, σε 100 χώρες. Με την ελληνική παραγωγή δε, τροφοδοτεί τρίτες χώρες, όπως το Ισραήλ, η Κύπρος και το Κουβέιτ.
Τα «γιατί;»