Μετά από μια διαδρομή 15 ετών στο «λαβύρινθο» των δικαστηρίων όλων των βαθμών δικαιώθηκε από τον Αρειο Πάγο καταναλώτρια η οποία είχε αγοράσει από σούπερ μάρκετ μπουκάλια μπίρας «Fischer» και ένα από αυτά ήταν ελαττωματικό και εξερράγη, ενώ ένα κομμάτι γυαλί εκσφενδονίστηκε στο μάτι της και σχεδόν το κατέστρεψε.
Η περιπέτεια της άτυχης γυναίκας ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2005 όταν πήγε σε σούπερ μάρκετ στον Αλιμο Αττικής. Εκεί αγόρασε διάφορα είδη, μεταξύ των οποίων και μερικές φιάλες μπίρας «Fischer», την οποία παράγει η Αθηναϊκή Ζυθοποιία Α.Ε. που δραστηριοποιείται από το 1963 στον χώρο της παραγωγής και εμπορίας μπίρας.
Αφού έβαλε όλα τα ψώνια που είχε κάνει στο καλάθι, αμέσως μετά πήγε στο ταμείο και ακούμπησε τα πράγματα-είδη που είχε επιλέξει. Η υπάλληλος του ταμείου, αφού κατέγραψε την αξία ανά είδος, περνώντας τα από το barcode, εναπέθεσε τα προϊόντα που είχε αγοράσει δίπλα, προκειμένου η πελάτισσα να τα τοποθετήσει σε πλαστικές σακούλες.
Ομως, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης μια φιάλης μπίρας «Fischer», αυτή «εξερράγη» και αστραπιαία «άπειρα θραύσματα σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις», με αποτέλεσμα ένα κομμάτι γυαλί να εκσφενδονιστεί με ορμή και να τη χτυπήσει στο αριστερό μάτι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να της προκαλέσει ρήξη βολβού και διαμπερές τραύμα κερατοειδούς.
Αμέσως, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο «Γεώργιος Γεννηματάς». Εκεί υποβλήθηκε αυθημερόν, υπό γενική αναισθησία, σε συρραφή του τραύματός της.
Τέσσερις μέρες μετά βγήκε από το νοσοκομείο και της δόθηκε φαρμακευτική αγωγή. Παρ’ όλα αυτά ο αριστερός της οφθαλμός παρουσιάζει, λόγω του τραυματισμού του, «εγκλεισμό του τμήματος της ίριδας κατά την περιοχή της 4ης ώρας και μειωμένη οπτική οξύτητα ποσοστού 8-9/10».
Η κατάσταση της όρασής της παρά την πάροδο του χρόνου παρέμενε σταθερά προβληματική, καθώς «παρουσίαζε μείωση της οπτικής οξύτητας». Για τον λόγο αυτό, αποφάσισε να στραφεί κατά της εν λόγω ζυθοποιίας. Ετσι, κατέθεσε αγωγή, διεκδικώντας αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Από τη στιγμή εκείνη και μετά ξεκίνησε ένας δικαστικό Γολγοθάς 15 ολόκληρων ετών σε όλες της βαθμίδες της δικαστικής πυραμίδας.
Το 2007 κατέθεσε αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο δύο χρόνια μετά (2009) της επιδίκασε αποζημίωση 50.000 ευρώ, συν του νόμιμους τόκους. Το 2011 η υπόθεση απασχόλησε το Εφετείο Αθηνών και στη συνέχεια, το 2014, τον Αρειο Πάγο μετά από αναίρεση της άτυχης γυναίκας. Οι αρεοπαγίτες το 2014 αναίρεσαν την εφετειακή απόφαση και ανέπεμψαν την υπόθεση και πάλι στο Εφετείο για νέα κρίση.
Το 2016 το Εφετείο εκδίδει νέα απόφαση επί της ίδιας υπόθεσης που δικαιώνει μεν την παθούσα, αλλά μειώνει το ποσό της αποζημίωσης (χρηματικής ικανοποίησης) στα 25.000 ευρώ, συν τους νόμιμους τόκους, αφού προηγούμένως έλαβε υπόψη του «την κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των δύο διαδίκων», δηλαδή της ζυθοποιίας και της παθούσας.
Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία Α.Ε. επανέρχεται στον Αρειο Πάγο με νέα αναίρεση επί της νέας δεύτερης απόφασης του Εφετείου που δικαίωνε την παθούσα, αλλά οι αρεοπαγίτες απέρριψαν ως αβάσιμους όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προέβαλε η ζυθοποιία και επιδίκασε εις βάρος της εταιρείας τα δικαστικά έξοδα ύψους 2.700 ευρώ.
Οπως αναφέρεται στις δικαστικές αποφάσεις, ο τραυματισμός της καταναλώτριας «δεν αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε κακό εκ μέρους της χειρισμό της ως άνω φιάλης και δεν επισυνέβη βίαιη μεταχείρισή της, όπως εκούσιο χτύπημα αυτής ή πτώση της».
Αντίθετα, «αποκλειστική ευθύνη φέρει η εταιρεία που χωρίς επαρκή έλεγχο προμηθεύτηκε το ελαττωματικό προϊόν». Ειδικότερα, η εν λόγω ζυθοποιία προμηθεύεται αρχικά τις φιάλες από εταιρεία υαλουργίας και σε αυτές εμφιαλώνει την μπίρα που η ίδια παρασκευάζει και επιθέτει το σήμα και την επωνυμία της σε αυτές.
Ομως, οι αρμόδιοι υπάλληλοι αυτής «δεν έλεγξαν επαρκώς, ως όφειλαν, στη γραμμή εμφιάλωσης την ανθεκτικότητα της συγκεκριμένης φιάλης με αποτέλεσμα αυτή να εκραγεί υπό συνθήκες κανονικής χρήσης».
Η κρίση αυτή των δικαστών ενισχύεται, όπως αναφέρεται στις δικαστικές αποφάσεις, και από την κατάθεση μάρτυρα ο οποίος ήταν υπεύθυνος ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων της επίμαχης εταιρείας, ο οποίος ανέφερε ότι «ο έλεγχος των φιαλών μετά την πωματοποίησή τους είναι καθαρά δειγματοληπτικός και συγκεκριμένα σε μέσο όρο ημερησίας παραγωγής 40.000 φιαλών ελέγχονται κατά μέσο όρο 300, με αποτέλεσμα οι υπόλοιπες να διατίθενται κατευθείαν μετά την εμφιάλωσή τους σε ευρεία κατανάλωση».
Οι αρεοπαγίτες αυτή τη δεύτερη φορά που έκριναν την ίδια υπόθεση στην απόφασή τους, αφού καταγράφουν το πλέγμα εκείνο των ευρωπαϊκών και ελληνικών νομοθετικών διατάξεων για την προστασία του καταναλωτή και την ασφάλεια των προϊόντων, επισημαίνουν ότι το Εφετείο Αθηνών «διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς την έκρηξη της φιάλης μπίρας υπό κανονικές συνθήκες χρήσης και ως προς τον ανεπαρκή έλεγχο της ανθεκτικότητας της φιάλης από τα όργανα της ζυθοποιίας, στη γραμμή εμφιάλωσης».
Κατόπιν αυτών το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους σχετικούς ισχυρισμούς της επίμαχης εταιρείας, με τους οποίους ζητούσε να αναιρεθεί η εις βάρος της εφετειακή απόφαση.