Η Ελεονώρα Κοκαβέση, απευθυνόμενη στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο, και με δάκρυα στα μάτια, είχε παρουσιάσει το τεράστιο πρόβλημα της έλλειψης ελληνικών σχολείων στη Βόρειο Ήπειρο, αλλά και τα προβλήματα των Βορειοηπειρωτών που είχαν έρθει να ζήσουν στην Ελλάδα.
«Εμείς κύριε Πρόεδρε έχουμε κλείσει μέσα μας την Ελλάδα και την κουβαλάμε μαζί… Οι άνθρωποι αυτοί κύριε Πρόεδρε, είναι οι ίδιοι, ιστορία και πολιτισμός μαζί. Δεν αλλοιώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και παρέμειναν να φυλάνε Θερμοπύλες, κοιτάζοντας τους τέσσερις τοίχους, γιατί δυστυχώς δεν έμεινε κανείς νέος. Είναι ξενιτεμένοι στον ελλαδικό χώρο. Οι άνθρωποι αυτοί όντας απόμαχοι από τη ζωή, κουβαλώντας θλιβερές αναμνήσεις, πιστεύουν πως θα έλθουν καλύτερες μέρες και αποτελούν ένα τρανταχτό παράδειγμα ότι η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Είναι ωραίο πράγμα να είσαι Έλληνας» είχε αναφέρει στην ομιλία της η κ. Κοκαβάση.
«Είναι τόσο μεγάλο έγκλημα, λοιπόν, να ζητεί κανείς να μορφωθεί στην δική του γλώσσα και να συνεχίσει την παράδοση των προγόνων του; Αν ναι τότε δέχομαι να με πουν εγκληματία», είχε πει σε άλλο σημείο, σκορπίζοντας ρίγη συγκίνησης στο ακροατήριο.
«Τελειώνοντας, θα πω μόνον τούτο: Δεν παλιννοστούμε, δεν επαναπατριζόμαστε. Θέλουμε να γυρίσουμε στη δική μας «Ιθάκη». Κάντε κάτι πριν είναι πολύ αργά. Αμήν, ή καλύτερα , με καθαρά ελληνικά «είθε». Μια πρόσφυγας στην ίδια μου την Πατρίδα!» είχε ολοκληρώσει την ομιλία της.