Σύμφωνα με το μοντέλο οικονομικών προβλέψεων που χρησιμοποιεί το Γραφείο προϋπολογισμού, για το 2023 εκτιμάται ότι η Ανάπτυξη θα ανέλθει σε 2,2% (όπως και το 2024) αντί 2,3% που προβλέπεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητος και 2,4% που προβλέπει η Κομισιόν για τη χώρα μας. Το σενάριο αυτό δεν ενσωματώνει το οφέλη από την αναμενόμενη κατάκτηση της Επενδυτικής βαθμίδας. Για τον πληθωρισμό προβλέπει 4,6% εφέτος και πτώση στο 2,3% για το 2024.
Τα εναλλακτικά σενάρια για την Οικονομία (στα οποία πάντως δεν επηρεάζεται η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό) έχουν ως εξής:
• πρώτο σενάριο, με ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδα: προβλέπεται άμεση διάχυση του χαμηλότερου κόστους δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και ειδικότερα η εξάλειψη του πρόσθετου κινδύνου στις ιδιωτικές επενδύσεις. Τότε η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί φέτος με ρυθμό 2,3% και 2,7% το 2024.
• δεύτερο σενάριο, με ταχύτερη μείωση των εισοδηματικών ενισχύσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις και μείωση των κρατικών μεταβιβάσεων κατά 10% σε σχέση με το βασικό σενάριο: η ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών περιορίζεται και θα οδηγήσει σε αύξηση 2% του ΑΕΠ το 2023 και 2,1% το 2024, δηλαδή 0,2% και 0,1% κάτω από το βασικό σενάριο.
• τρίτο σενάριο, με μια καλύτερη του αναμενόμενου πορεία των δημόσιων εσόδων που θα επιτρέψει μια αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης κατά 2% σε σχέση με το βασικό σενάριο: προβλέπεται αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης που θα οδηγήσει σε ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κατά 2,3% το 2023 και 2,2% το 2024, δηλαδή 0,1% πάνω από το βασικό σενάριο για το 2023 αλλά χωρίς διαφορά από το βασικό σενάριο για το 2024.
Ωστόσο οι προβλέψεις του βασικού και των εναλλακτικών σεναρίων υπόκεινται σε αβεβαιότητες και κινδύνους. Για παράδειγμα, τυχόν βραδύτερη ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης θα καθυστερήσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την περαιτέρω αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Επίσης, περαιτέρω αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και άνοδος των επιτοκίων για λόγους αντιμετώπισης του πληθωρισμού, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Ο πληθωρισμός θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο επίμονος αν λάβουν χώρα εκτεταμένες μισθολογικές αυξήσεις καθώς και αν συνεχιστεί η αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων. Οι καθυστερήσεις στην απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαμηλότερες του αναμενομένου επενδύσεις. Ενώ, η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκ νέου άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων επηρεάζοντας τη δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη. Τέλος, η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων και η υιοθέτηση αυστηρότερου δημοσιονομικού πλαισίου που περιορίζει τη δυνατότητα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες.
Η δημοσιονομική εικόνα του α΄τετραμήνου του έτους είναι βελτιωμένη σε σχέση με πέρυσι, κατά σχεδόν από 2,5 δις ευρώ. Η βελτίωση προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα φορολογικά έσοδα που εμφανίζονται αισθητά αυξημένα σε σχέση με τα περσινά επίπεδα και τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, που ξεκίνησε από τα μέσα Απριλίου, οδηγώντας τις αποδόσεις σε 40 μονάδες βάσης κάτω από τους ιταλικούς τίτλους και μόλις 35 μονάδες βάσεις πάνω από τους ισπανικούς.
Ωστόσο παρά τη γενικά θετική εικόνα, το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή σημειώνει ότι οι οικονομικές προκλήσεις παραμένουν και συνδέονται κατά κύριο λόγο με την εξέλιξη του πληθωρισμού. Όπως έχει αναφερθεί επανειλημμένα σε προηγούμενες εκθέσεις του Γραφείου, ο πληθωρισμός έχει αναδιανεμητικές επιπτώσεις, δηλαδή βελτιώνει τη θέση κάποιων επιδεινώνοντας τη θέση κάποιων άλλων. «Σε πρόσφατη έρευνα του, το ΔΝΤ διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στις τιμές εισαγωγών και κατά μόλις 25% στην αύξηση των μισθών, ενώ η φορολογία είχε αρνητική επίδραση. Το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως greedflation (πληθωρισμός ‘απληστίας’) και θέτει νέα διλήμματα στην αντιμετώπισή του» τονίζεται στην έκθεση.
Συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής εξαρτάται περισσότερο από τη συγκράτηση των επιχειρηματικών κερδών και λιγότερο από τον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων. Με άλλα λόγια, χωρίς μείωση των περιθωρίων κέρδους, η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα».