Το ντοκιμαντέρ προβάλλει τη ζωή του δημοσιογράφου μετά την ρωσική εισβολή τη στιγμή που η ζωή του κρέμεται από μία κλωστή. Σημειώνεται ότι ο δημοσιογράφος είναι ένας ένθερμος υποστηρικτής του ανεξάρτητου Τύπου και είναι γνωστός για τη διερεύνηση καταχρήσεων εξουσίας. Παράλληλα είναι κορυφαίος υποστηρικτής της δημοκρατίας αλλά και της ελεύθερης έκφρασης στη Ρωσία.
Σπούδασε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Kuybyshev (σήμερα Κρατικό Πανεπιστήμιο Samara), και ακολούθως υπηρετήσει για αρκετά χρόνια στον σοβιετικό στρατό. Στα 80’s ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος για την εφημερίδα “Volzhsky Komsomolets” (“Volzhsky Young Communist Leaguer”) και εν συνεχεία μετακινήθηκε στην εφημερίδα “Komsomolskaya Pravda” (“Αλήθεια της Ένωσης Νέων Κομμουνιστών”).
Η Pravda ήταν επίσημη φωνή της κομμουνιστικής νεολαίας και αφορούσε τους νέους η ηλικία των οποίων ήταν από 14 έως 28 ετών. Ωστόσο είχε στο μυαλό του μεγαλύτερες ιδέες προς υλοποίηση. Έτσι λοιπόν το 1993 μαζί με μία ομάδα από πρώην δημοσιογράφους της Komsomolskaya Pravda, αποφάσισε να ιδρύσει τη Novaya Gazeta.
Η Novaya Gazeta, ή αλλιώς “Νέα Εφημερίδα” στα αγγλικά, δημιουργήθηκε με στόχο να είναι ένα ανεξάρτητο έντυπο που θα επηρέαζε την εθνική πολιτική. Πολύ σύντομα έγινε μια ηγετική φωνή για την ελευθερία της έκφρασης στη Ρωσία. Μάλιστα ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και κάτοχος του νόμπελ Ειρήνης το 1990 στήριξε οικονομικά την εφημερίδα καθώς δώρισε ένα μέρος του βραβείου του για τη χρηματοδότησή της ενώ το 2006 έγινε συνιδιοκτήτης της.
Η Nova Gazeta είχε επικρίνει τις ρωσικές αρχές για εκλογική απάτη, παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αστυνομική βία και άλλες καταχρήσεις εξουσίας, ενώ έξι από τους δημοσιογράφους της εφημερίδας δολοφονήθηκαν καθώς έγραψαν επικριτικά άρθρα για τις ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Τσετσενία και τον Καύκασο.
Η πιο γνωστή δολοφονία ήταν της δημοσιογράφου Άννας Πολιτκόφσκαγια, η οποία ήταν γνωστή ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Πολιτκόφσκαγια που έκανε ρεπορτάζ για τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας δολοφονήθηκε το 2006 στο ασανσέρ της πολυκατοικίας της στη Μόσχα. Το συγκεκριμένο έγκλημα προσέλκυσε ακόμα και την διεθνή κοινή γνώμη. Οι άλλοι πέντε δημοσιογράφοι που έχασαν τη ζωή τους ήταν οι Igor Domnikov, Yuri Shchekotschikhin, Anastasija Baburova, Stas Markelov και Natasha Estemirova.
Σημειώνεται ότι ο Μουράτοφ μέσα από την αρθογραφία του είχε επικρίνει την προσάρτηση της Κριμαίας αλλά και τη χρήση στρατιωτικής βίας από την κυβέρνηση τόσο εντός όσο και εκτός Ρωσίας. Ακόμη μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία κάνει ότι μπορεί για να προστατευτούν οι δημοσιογράφοι ενώ δεν διστάζει να καταγγέλει όσα διαδραματίζονται στο ουκρανικό έδαφος.
Ως συντάκτης, ο Μουράτοφ έχει επίσης επικρίνει την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 και τη χρήση στρατιωτικής βίας από την κυβέρνηση, εντός και εκτός Ρωσίας. Ας σημειωθεί ότι τον Μάρτιο του 2022 η Novaya Gazeta οδηγήθηκε σε αναγκαστικό κλείσιμο στο πλαίσιο της καταστολής των δημοσιογράφων από το Κρεμλίνο. Υπενθυμίζεται ότι στη Ρωσία δεν μιλούν για «πόλεμο» ή «εισβολή» στην Ουκρανία αλλά για «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Επιπλέον όσα δημοσιογραφικά συγκροτήματα δεν συμμορφώνονται με τις υποδείξεις κινδυνεύουν είτε με βαριά πρόστιμα είτε με λουκέτο.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος η Novaya Gazeta είχε προγραμματίσει να συνεχίσει την κυκλοφορία της ενώ σχεδίαζε να προχωρήσει σε μία έκδοση τόσο στα ρωσικά όσο και στα ουκρανικά σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους δύο λαούς. Μόλις άρχισε ο πόλεμος, η εφημερίδα είχε προγραμματίσει να συνεχίσει και μάλιστα σχεδίαζε να εκδώσει μια έκδοση τόσο στα ρωσικά όσο και στα ουκρανικά σε ένδειξη αλληλεγγύης.
Ωστόσο ο Μουράτοφ αργότερα ανακοίνωσε ότι η λειτουργία της εφημερίδας θα σταματήσει μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ο δημοσιογράφος οδηγήθηκε σε αυτή την απόφαση μετά από δύο προειδοποιήσεις της Roskomnadzor, της ρωσικής ομοσπονδιακής εκτελεστικής υπηρεσίας που είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση, τον έλεγχο και τη λογοκρισία των ρωσικών μέσων μαζικής ενημέρωσης.