Την επίσημη έναρξη των διαπραγματεύσεων για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σηματοδότησε η σημερινή υπερψήφιση της διαπραγματευτικής θέσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από την ολομέλεια του Σώματος στο Στρασβούργο.
Με 431 ψήφους υπέρ, 172 κατά και 4 αποχές, οι ευρωβουλευτές αποφάσισαν να εγκρίνουν την κοινή στάση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του λεγόμενου “τριμερούς διαλόγου”, ζητώντας περισσότερη ευελιξία στη μείωση ελλειμμάτων και δημοσίου χρέους και περισσότερες δημόσιες επενδύσεις, ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να ανακάμψει από τις διαδοχικές κρίσεις.
Στις 20 Δεκεμβρίου 2023, το Συμβούλιο της ΕΕ (σ.σ οι αρμόδιοι υπουργοί των 27 κρατών – μελών της ΕΕ), συμφώνησαν να προχωρήσουν στην αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που εγκρίθηκε το 1997, πριν από είκοσι έξι χρόνια, και το οποίο προβλέπει έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος στο 60% για κάθε κράτος -μέλος της ΕΕ. Ωστόσο αυτοί οι δημοσιονομικοί κανόνες είχαν ανασταλεί λόγω της πανδημίας της Covid-19 και θα πρέπει να τεθούν εκ νέου σε ισχύ το 2024. Για αυτόν το λόγο τα 27 κράτη – μέλη της ΕΕ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχαν επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου ώστε να υπάρξει μια συμφωνία πριν από το τέλους του 2023.
Παρά ταύτα, για να υπάρξει τελική συμφωνία για την αναθεώρηση αυτών των κανόνων απαιτείται και η θετική ψήφος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται “τριμερής διάλογος”. Πρόκειται για μια διοργανική διαπραγμάτευση στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας μεταξύ αντιπροσώπων του δύο νομοθετικών οργάνων της ΕΕ, ήτοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και του εκτελεστικού οργάνου της ΕΕ, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι διαδικασίες ξεκίνησαν σήμερα, στις 14:00 ώρα Ελλάδος και αναμένεται να είναι ιδιαίτερα σκληρές, καθώς και τόσο τα κράτη – μέλη (Συμβούλιο της ΕΕ) όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν θέσει ήδη τις κόκκινες γραμμές τους.
Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, που εκτός απροόπτου θα τεθούν σε ισχύ εντός του 2024, προβλέπουν μεγαλύτερη ευελιξία στην απομείωση του δημοσίου χρέους και του ελλείμματος. Τα κράτη – μέλη της ΕΕ, των οποίων ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ τους είναι πάνω από 90% θα πρέπει να τον μειώσουν κατά μία ποσοστιαία μονάδα ετησίως. Για τα κράτη – μέλη με χρέος μεταξύ 60% και 90% θα απαιτείται μείωση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα ετησίως,
Αναφορικά με το έλλειμμα, τα κράτη – μέλη που ξεπερνούν τα δίδυμα όρια χρέους 60% και ετήσιου ελλείμματος 3%, θα πρέπει να πραγματοποιούν ετήσιες προσαρμογές, ύψους 0,25% του ΑΕΠ σε μια περίοδο επτά ετών ή 0,4% σε τέσσερα χρόνια έως ότου το χρέος φτάσει σε βιώσιμο επίπεδο.
Κάτι που δεν αρέσει σχεδόν σε κανέναν. Κράτη – μέλη όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, τα οποία έπρεπε να εφαρμόσουν πολύ επώδυνες μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια, θεωρούν ότι οι νέοι κανόνες υποχρεώνουν τις υπερχρεωμένες χώρες να μειώσουν ακόμα περισσότερο τα ετήσια ελλείμματά τους στο 1,5% περίπου του ΑΕΠ, και να μειώνουν το χρέος τουλάχιστον κατά 1% του ΑΕΠ τους κάθε χρόνο μέχρι να φτάσει σε βιώσιμο επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, τα λεγόμενα “φειδωλά” κράτη – μέλη της ΕΕ, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, εκφράζουν ενστάσεις καθώς θεωρούν ότι δεν υπάρχουν επαρκείς δικλείδες ασφαλείας για την απομείωση χρέους και ελλειμμάτων.
Η θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι ότι θα πρέπει μεν να προβλέπεται η μείωση του δημοσίου χρέους και των ελλειμμάτων για να μην υπονομευθεί η ευημερία και η ευμάρεια των μελλοντικών γενεών, ωστόσο θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία και να προβλέπονται περισσότερες δημόσιες επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας.
Πριν από την ψηφοφορία στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι και η υπουργός Εξωτερικών του Βελγίου Χάτζα Λαμπίμπ, η χώρα της οποίας ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία του ΣΥμβουλίου της ΕΕ, τόνισαν στους ευρωβουλευτές ότι είναι επείγον να υπάρξει συμφωνία άμεσα, γιατί όλοι γνωρίζουν τα όρια των παλιών κανόνων που μέχρι να υπάρχουν νέοι, θα εξακολουθούν να ισχύουν.