Τι θα έλεγε λοιπόν ο Σιράκ, ο οποίος πέθανε το 2019, για την τρέχουσα κατάσταση της περίφημης γαλλογερμανικής μηχανής -ή του γαλλογερμανικού άξονα, αν προτιμάτε; Αν και δεν δείχνει να παραπαίει, μοιάζει όσο να είναι ολοκληρωτικά χρεοκοπημένη, γράφει σε σημερινή της ανάλυση η βρετανική εφημερίδα The Guardian.
Ο Εμανουέλ Μακρόν διόρισε την Παρασκευή νέο πρωθυπουργό, τον πιστό κεντρώο σύμμαχό του Φρανσουά Μπαϊρού, ο οποίος γίνεται ο τέταρτος πρωθυπουργός της Γαλλίας φέτος και θα έχει το δύσκολο έργο να προσπαθήσει να συγκροτήσει μια σταθερή κυβέρνηση μετά την κατάρρευση, την περασμένη εβδομάδα, της πιο βραχύβιας κυβέρνησης της χώρας από το 1958.
Εν τω μεταξύ, το έλλειμμα του δημόσιου τομέα της Γαλλίας είναι σε… καλό δρόμο για να ξεπεράσει το 6,1% του ΑΕΠ φέτος, ποσοστό υπερδιπλάσιο του ορίου της ευρωζώνης -το δημόσιο χρέος είναι 110% του ΑΕΠ και αυξάνεται- και οι αγορές ομολόγων αξιολόγησαν αυτόμ τον μήνα τη Γαλλία ως οριακά λιγότερο αξιόπιστη από την Ελλάδα.
Στη Γερμανία, ο εύθραυστος συνασπισμός υπό την ηγεσία της Κεντροαριστεράς, που βρίσκεται στην εξουσία τα τελευταία τρία χρόνια, κατέρρευσε τον περασμένο μήνα υπό το βάρος των ιδεολογικών του αντιφάσεων και της πίεσης των πολλαπλών κρίσεων που προκλήθηκαν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όποιος και αν γίνει καγκελάριος μετά τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου 2025, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη χειρότερη μεγάλη οικονομία του κόσμου, που ταλανίζεται από το υψηλό κόστος ενέργειας και εργασίας, καθώς και από τη γραφειοκρατία, τις καταρρέουσες υποδομές και την αργή ψηφιακή επέκταση.
Η επιβράδυνση με τον βασικό εμπορικό εταίρο, την Κίνα, έχει επίσης επιφέρει πλήγμα στις γερμανικές εξαγωγές, ένα παραδοσιακό πλεονέκτημα, ενώ η εξαιρετικά σημαντική αυτοκινητοβιομηχανία έχει αργήσει να αναπτύξει ελκυστικά ηλεκτρικά οχήματα (EV) και τώρα αντιμετωπίζει την απειλή μεγάλων αμερικανικών δασμών από την αμερικανική διοίκηση υπό τον Ντόναλντ Τραμπ.
Με τη Γαλλία να μην μπορεί να διεξάγει νέες βουλευτικές εκλογές μέχρι τον Ιούλιο και τη Γερμανία να μην έχει ενδεχομένως νέα κυβέρνηση μέχρι τον Ιούνιο, ο πολιτικός αναβρασμός στην κορυφή των δύο χωρών με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ΕΕ θα δυσχεράνει, αναπόφευκτα, τη λήψη αποφάσεων σε κεντρικό επίπεδο.
Το Παρίσι και το Βερολίνο θεωρούνται ο βασικός άξονας ισχύος της ΕΕ, που καθοδηγεί την πολιτική και καθορίζει την ατζέντα της. Με τις δύο πρωτεύουσες να μην είναι σε θέση να λάβουν μεγάλες πολιτικές αποφάσεις ελλείψει ισχυρών κυβερνήσεων, το μπλοκ των «27» θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μήνες ή και περισσότερο στο τέλμα.
Οι παράλληλες οικονομικές και δημοσιονομικές δυσχέρειες των δύο ισχυρών χωρών θα επιβαρύνουν επίσης την ΕΕ. Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αντιπροσωπεύουν το 41% του συνολικού ΑΕΠ, θα συρρικνωθούν εξίσου οικονομικά μέσα στο 2025.
Η χρονική συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη, με την Ευρώπη να αντιμετωπίζει την επιστροφή της πολιτικής «πρώτα η Αμερική», που πρεσβεύει ο Τραμπ, και τη γερμανική βιομηχανία να βρίσκεται σε κρίση.
Το πώς ακριβώς έφτασαν Γαλλία και Γερμανία σε αυτό το σημείο δεν είναι πολύ δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Ωστόσο, το να υπολογίσει κανείς πώς θα μπορούσαν να βγουν από το συνεχιζόμενο πολιτικό και οικονομικό σπιράλ καταστροφής, δεν είναι τόσο εύκολο.
Όταν η γερμανική κυβέρνηση κατέρρευσε, τον περασμένο μήνα, οι παρατηρητές δεν εξεπλάγησαν τόσο από την κατάρρευσή της, όσο από το γεγονός ότι… παρέπεε ήδη, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς απομάκρυνε τον «δύστροπο» υπουργό Οικονομικών του, Κρίστιαν Λίντνερ, στις 6 Νοεμβρίου, λόγω μιας πολύμηνης διαμάχης για τον προϋπολογισμό, «πυροδότησε» μια αλυσίδα γεγονότων, για τα οποία οι πιο αισιόδοξοι αναλυτές εκτιμούν ότι δίνουν στη χώρα μια ζωτική ευκαιρία για ανανέωση.