Στις 31 Δεκεμβρίου ωστόσο η Ουκρανία αποφάσισε να μην ανανεώσει τη συμφωνία – όπως είχε ανακοινώσει ήδη από τις 19 Δεκεμβρίου ο πρόεδρος Ζελένσκι: η Ουκρανία αρνείται να επιτρέψει στη Μόσχα να βγάλει «μερικά δισεκατομμύρια ακόμα», ενώ συνεχίζει την εισβολή στη χώρα.
Ο πρόεδρος Πούτιν επιβεβαίωσε το τέλος της συμφωνίας αναφέροντας πως είναι βέβαιος ότι η Gazprom θα μπορέσει να καλύψει τις απώλειες. «Θα επιβιώσουμε, η Gazprom θα επιβιώσει», δήλωσε ο Πούτιν.
Το ερώτημα που εγείρεται αφορά μάλλον περισσότερο τις ανατολικές χώρες της ΕΕ και το πώς θα καταφέρουν αυτές να προμηθεύονται φυσικό αέριο, μιας και δεν έχουν ακτές και ως εκ τούτου δεν μπορούν να εισάγουν LNG διά θαλάσσης. Η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία έπαιρναν ακόμη ρωσικό αέριο από την Ουκρανία. Και όσον αφορά ιδίως τις κυβερνήσεις στην Μπρατισλάβα και τη Βουδαπέστη, αμφότερες θέλουν να συνεχίσουν να αγοράζουν ρωσικό αέριο.
Μία ιστορία που κρατάει χρόνια
Η Ουκρανία αποφάσισε να μην ανανεώσει τη συμφωνία για το φυσικό αέριο με τη ΡωσίαΕικόνα: Maxim Shipenkov/epa/dpa/picture-alliance
Μέχρι την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Ρωσία ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας φυσικού αερίου παγκοσμίως και η Ευρώπη ήταν ο σημαντικότερος πελάτης. Η πρόσβαση στη φτηνή ενέργεια ήταν πολύ σημαντικότερη από όποιες δεύτερες σκέψεις μπορεί να υπήρχαν γύρω από την επιχειρηματική συνεργασία με τον πρόεδρο Πούτιν.
Πριν από 50 χρόνια η Σοβιετική Ένωση χρειαζόταν επειγόντως χρήματα και εξοπλισμό για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη Σιβηρία. Την ίδια στιγμή η Γερμανία χρειαζόταν φτηνή ενέργεια για την αναπτυσσόμενη οικονομία της. Το 1970 Μόσχα και Βόννη υπέγραψαν τη συμφωνία περί αγωγών φυσικού αερίου και στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας τα γερμανικά εργοστάσια παρείχαν αγωγούς έκτασης εκατοντάδων χιλιομέτρων για τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου στη Δυτική Ευρώπη.
Αυτή η διασύνδεση στην ενεργειακή αγορά εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα διότι οι χώρες που εισάγουν αέριο στην Ευρώπη δεσμεύονται συχνά από μακροπρόθεσμες συμβάσεις, από τις οποίες δεν μπορούν να αποχωρήσουν εύκολα. Μία αναδιάρθρωση θα κόστιζε πολύ επειδή τα διαθέσιμα αποθέματα φυσικού αερίου στην παγκόσμια αγορά θα παραμείνουν περιορισμένα για τουλάχιστον έναν ακόμη χρόνο σύμφωνα με το Bloomberg. Ένα μεγάλο μέρος του φυσικού αερίου που είναι διαθέσιμο για εισαγωγή στην Ευρώπη διεκδικείται από τις χώρες που έχουν κλείσει τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα ή τους πυρηνικούς σταθμούς.
Μακροχρόνια εξάρτηση
Σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης Bruegel, οι εισαγωγές ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία στην ΕΕ ανέρχονταν στα τέλη του 2023, σε περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια τον μήνα – έναντι 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον μήνα στις αρχές του 2022.
Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρουν πως όσον αφορά τις εισαγωγές φυσικού αερίου στην ΕΕ το 2023, το 30% αυτών προερχόταν από τη Νορβηγία, το 19% από τις ΗΠΑ και το 15% από τη Ρωσία. Μεγάλο μέρος του ρωσικού φυσικού αερίου μεταφέρεται μέσω αγωγών στην Ουκρανία και την Τουρκία.
Το μεγαλύτερο ποσοστό του φυσικού αερίου στέλνεται στην Αυστρία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία, ενώ χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία εξακολουθούν να εισάγουν ρωσικό LNG διά θαλάσσης. Ένα μέρος αυτού μπορεί να αναμειχθεί με φυσικό αέριο διαφόρων προελεύσεων στο ευρωπαϊκό δίκτυο αγωγών. Με αυτόν τον τρόπο φτάνει πιθανώς και στη Γερμανία, αν και η τελευταία θέλει να διακόψει εντελώς την κατανάλωση ρωσικού φυσικού αερίου.
Ανεβασμένες οι τιμές του αερίου
Το LNG θα μπορούσε να αποτελέσει μία καλή εναλλακτική για τις προμήθειες φυσικού αερίου της ΕΕΕικόνα: Thomas Koehler/photothek/picture alliance