Ένα σημαντικό ποσοστό του μαθητικού πληθυσμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος, που ξεπερνά το 20%, μειονεκτεί στη σχολική γλωσσική επάρκεια, στη σχολική γνώση και στην ανάπτυξη της κριτικής και δημιουργικής σκέψης. Είναι, δηλαδή, «λειτουργικά αναλφάβητα», σύμφωνα με την Έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα.
Τα σοβαρά προβλήματα, που εμφανίζουν οι μαθητές και οι μαθήτριες, αναδεικνύονται τόσο μέσα από τις διεθνείς εξετάσεις του PISA, όσο και από τις εθνικές διαγνωστικές εξετάσεις, που διενεργήθηκαν στην ΣΤ’ τάξη του δημοτικού και στην Γ’ τάξη Γυμνασίου του 2022 και 2023 στα γνωστικά αντικείμενα της Γλώσσας και των Μαθηματικών.
Πού εντοπίζονται τα προβλήματα
Η γλώσσα, η γνώση και η σκέψη συνθέτουν το θεμελιώδες «τρίπτυχο» όλων των μαθημάτων σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης και αποτελούν προτεραιότητες στην προσέγγιση του Εγγραμματισμού – της διαδικασίας, δηλαδή, σύμφωνα με την οποία τα παιδιά μελετούν και κατανοούν όσα έχουν μελετήσει. Σε αυτήν ακριβώς τη διαδικασία, καταγράφεται υστέρηση των μαθητών, σημειώνει η Έκθεση.
Πιο αναλυτικά, σοβαρές δυσκολίες εντοπίζονται στην κατανόηση του σχολικού γραπτού λόγου και ακόμη περισσότερο, στην παραγωγή γραπτού λόγου, σε αναλογία με τα έτη φοίτησης στο σχολείο. Αντίστοιχες δυσκολίες, εμφανίζουν οι μαθητές και στα Μαθηματικά, αν και τα προβλήματα συσχετίζονται κυρίως με τη γλωσσική κατανόηση και όχι την αμιγώς μαθηματική.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι παρόμοια προβλήματα στα μαθησιακά αποτελέσματα με όσα εντοπίζονται στη χώρα μας, παρατηρούνται και σε άλλες χώρες. Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού φορέα ELINET, που διαπιστώνει ότι το 20% των δεκαπεντάχρονων μαθητών στην Ευρώπη αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στην κατανόηση του γραπτού λόγου. Αν και η Ελλάδα κινείται στον τομέα αυτό στο μέσο όρο της Ευρώπης, δεν σημαίνει ότι μετριάζεται η σοβαρότητα ή οι επιπτώσεις του προβλήματος. Αντίθετα, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη άμεσης παρέμβασης για την ελαχιστοποίηση του προβλήματος.
«Καμπανάκι» κινδύνου η ηλικία εγγραφής στην Πρώτη Δημοτικού
Με βάση έρευνα του Υπουργείου Παιδείας, ένα σημαντικό ποσοστό του μαθητικού πληθυσμού, το οποίο κυμαίνεται από 10 έως 20%, δυσκολεύεται ή αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σχολείου, επειδή τα παιδιά καλούνται να ανταποκριθούν σε ερεθίσματα, να παρακολουθήσουν το σχολικό πρόγραμμα και να προσαρμοστούν στο σχολικό περιβάλλον κινητοποιώντας ικανότητες και λειτουργίες οι οποίες δεν έχουν επαρκώς αναπτυχθεί.
Το πρόβλημα, που συνδέεται με την πρώιμη εγγραφή των παιδιών στο σχολείο, αποτυπώνεται ακόμη και στα αποτελέσματα της Γ’ Γυμνασίου ή φτάνει ως τις Πανελλήνιες εξετάσεις, όπως αναδεικνύεται από τα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων. Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει και ο διαγωνισμός PISA, στο πλαίσιο του οποίου διαπιστώνονται ευρύτερες και μακροχρόνιες συνέπειες από τον καθορισμό πρώιμης ηλικίας εγγραφής στο Δημοτικό, με βάση κυρίως ευρήματα από συγκριτικά στοιχεία έξι ευρωπαϊκών χωρών – Αγγλία και Ουαλία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία.
Πιο απλά, η ηλικία εισαγωγής στο δημοτικό έχει συνέπειες για τους 15χρονους μαθητές, όχι μόνο στις σχολικές τους επιδόσεις αλλά και σε γνωστικές διαστάσεις, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με την ποιότητα των σχέσεών τους με το σχολείο, όπως και τη στάση τους απέναντι στη μάθηση και το επίπεδο αυτοπεποίθησής τους.
Τι προτείνει η Έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση για την αντιμετώπιση του Λειτουργικού Αναλφαβητισμού
Επειδή τα μικρότερης ηλικίας παιδιά στην Πρώτη Δημοτικού, αντιμετωπίζουν συνεχείς δυσκολίες τόσο στον ακαδημαϊκό όσο και στον κοινωνικό τομέα, η Έκθεση προτείνει να υιοθετηθούν μέτρα πολιτικής για την υποστήριξή τους.
Βασικό ζητούμενο είναι η «σχολική ετοιμότητα», η οποία κατακτάται με τους προσωπικούς ρυθμούς του κάθε νηπίου. Τα στοιχεία δείχνουν ότι έλλειψη ωριμότητας των νεότερων μαθητών μπορεί λανθασμένα να εκληφθεί ως ένδειξη μαθησιακών δυσκολιών, όπως η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ). Επομένως, προτείνεται από την Α.ΔΙ.Π.Π.ΔΕ. η εγγραφή στην Πρώτη Δημοτικού να γίνεται στην ηλικία των έξι ετών συμπληρωμένων κατά την 1η Σεπτεμβρίου.
Ειδικότερα, η Α.ΔΙ.Π.Π.ΔΕ. προτείνει τα ακόλουθα:
Καταρχάς, τη θεσμοθέτηση συγκεκριμένων διαδικασιών διακρίβωσης της «σχολικής ετοιμότητας», πριν την εγγραφή στην Πρώτη Δημοτικού, όσων νηπίων προβληματίζουν τους Νηπιαγωγούς, αλλά και τους ψυχολόγους. Επίσης, την εισαγωγή των προγραμμάτων «Μαθαίνω τη Γλώσσα», «Μαθαίνω με τη Γλώσσα» και «Σκέφτομαι με τη Γλώσσα», τα οποία εμπλουτίζουν τα προγράμματα σπουδών. Η τρίτη πρόταση αναφέρεται στον επαναπροσδιορισμό της ηλικίας εγγραφής στην Πρώτη Δημοτικού από την ηλικία των πέντε ετών και οκτώ μηνών στην ηλικία των έξι συμπληρωμένων, δεδομένου ότι ένα ποσοστό μαθητών δεν έχουν κατακτήσει την απαιτούμενη «σχολική ετοιμότητα».
Εφόσον υιοθετηθεί η πρόταση για μετατόπιση της εγγραφής στο Δημοτικό στην ηλικία των έξι ετών συμπληρωμένων, αναμένεται να βοηθηθούν ως επί το πλείστον τα νήπια, που έχουν πιο βραδείς ρυθμούς ανάπτυξης, κυρίως λόγω χαμηλού μορφωτικού και εισοδηματικού οικογενειακού επιπέδου – πρόκειται για τους λεγόμενους ‘μαθητές εν κινδύνω’, σύμφωνα με την παιδαγωγική βιβλιογραφία. Να υπογραμμιστεί, ότι κατά την
προσχολική φάση, η ηλικία των παιδιών προσμετράται σε μήνες και όχι σε έτη, επομένως καταδεικνύεται η σημασία της διαφοράς ακόμη και των τεσσάρων μηνών για την εγγραφή των μαθητών στο Δημοτικό σχολείο.
Οι προτάσεις της Α.ΔΙ.Π.Π.ΔΕ. δεν θα λειτουργήσουν μόνο σε όφελος των συγκεκριμένων μαθητών αλλά και ολόκληρης της τάξης, εφόσον θα περιορίζεται το φάσμα των διαφορών μεταξύ των μαθητών αφενός και αφετέρου, οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί θα είναι σε θέση να διαχειρίζονται καλύτερα το μαθητικό δυναμικό, με αποτέλεσμα τη συνολική αναβάθμιση της ποιότητας της προσφερόμενης εκπαίδευσης.
Σχετικά με την εισήγηση των εκπαιδευτικών και την επιτροπή αξιολόγησης
Σε ό,τι αφορά στην πρόταση για προεκτίμηση της Σχολικής Ετοιμότητας σε Νήπια με Ενδεχόμενες Δυσκολίες, προτείνεται να ορισθεί σε κάθε Διεύθυνση Εκπαίδευσης, ειδική επιτροπή ανά Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης αποτελούμενη από τον Επόπτη Ποιότητας της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας, έναν Σύμβουλο Ειδικής Αγωγής και ένα επιπλέον μέλος, κατά προτίμηση από το ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. ή/και σχολικό Ψυχολόγο.
Αυτή η τριμελής Επιτροπή θα αξιολογεί βασικές παραμέτρους της «σχολικής ετοιμότητας» όσων νηπίων προτείνονται από τους Νηπιαγωγούς, αξιοποιώντας τα διαθέσιμα εργαλεία.
Οι νηπιαγωγοί θα καλούνται τον Μάρτιο μήνα από τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης να αποστείλουν ονόματα νηπίων που θεωρούν ότι ενδέχεται να αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε τομείς που είναι σημαντικοί για την ανταπόκριση τους στις απαιτήσεις της Πρώτης τάξης Δημοτικού.
Την τελική αξιολόγηση για το κατά πόσο ισχύουν οι προϋποθέσεις, θα κάνει η αρμόδια επιτροπή, ακολουθώντας συγκεκριμένες διαδικασίες.
Από την Έκθεση, συστήνεται η πρόταση της επιτροπής να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και να μην εξαρτάται από τη συγκατάθεση των γονέων. Οι τελευταίοι, επειδή κατά κανόνα δεν διαθέτουν τις επιστημονικές γνώσεις και δεν έχουν ως μέτρο σύγκρισης συνομηλίκους, δύσκολα αποδέχονται τέτοιες αποφάσεις. Ωστόσο, στη συνέχεια, σε επόμενες τάξεις, όταν καθίστανται εμφανείς οι μαθησιακές δυσχέρειες, οι ίδιοι αιτούνται την παροχή εξειδικευμένης υποστήριξης των παιδιών τους.
Σχετικά με τον καθορισμό της ηλικίας των έξι ετών για την εγγραφή στην Α’ Τάξη Δημοτικού
Την εγγραφή στην πρώτη τάξη δημοτικού των παιδιών που έχουν συμπληρώσει τα έξι χρόνια κατά την 1η Σεπτεμβρίου, εισηγείται η Έκθεση, με βάση όσα προαναφέρθηκαν.
Το συγκεκριμένο ηλικιακό όριο ισχύει στην πλειονότητα των Ευρωπαϊκών χωρών ενώ σε ορισμένες ισχύει η ηλικία των επτά ετών. Μάλιστα, σημειώνεται ότι παρόμοια πρόταση εξετάζει και το αρμόδιο Υπουργείο της Κύπρου.
Μέχρι σήμερα, «πρωτάκια» που συνυπάρχουν στο ίδιο τμήμα, μπορεί να εμφανίζουν διαφορές ακόμη και ενός έτους παρά μία ημέρα. Για τη συγκεκριμένη ηλικία, η εν λόγω διαφορά είναι σημαντική και αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που πρέπει να διασφαλίζεται το μίνιμουμ της απαιτούμενης γλωσσικής, γνωστικής και κοινωνικής ετοιμότητας, που – μεταξύ άλλων – συμπεριλαμβάνεται στον ευρύτερο όρο «σχολική ετοιμότητα».
Εκπαιδευτικοί με εμπειρία στην Α’ Δημοτικού
Μία ακόμη πρόταση της Έκθεσης, η οποία αναμένεται να έχει θετική επίδραση στην ομαλή εξέλιξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας, είναι η διδακτική ετοιμότητα των εκπαιδευτικών που αναλαμβάνουν την Α’ Τάξη.
Με δεδομένο ότι το σύνηθες μοίρασμα των τάξεων γίνεται πρώτα με την επιλογή των εκπαιδευτικών, που έχουν οργανική θέση στο σχολείο και ακολουθούν οι αποσπασμένοι με βάση τα χρόνια εμπειρίας τους, συμβαίνει συχνά την Α’ δημοτικού να αναλαμβάνουν αναπληρωτές και νεοδιορισθέντες χωρίς παιδαγωγικό σκεπτικό ή εμπειρία.
Με βάση τα ανωτέρω, διαπιστώνεται η αναγκαιότητα οι δάσκαλοι που αναλαμβάνουν την Πρώτη Δημοτικού να είναι μόνιμοι εκπαιδευτικοί του σχολείου με διδακτική εμπειρία, κατά προτίμηση και στη συγκεκριμένη τάξη και όχι βεβαίως άπειροι αναπληρωτές.
Οι Τρεις Προτεινόμενες «Προσεγγίσεις Εγγραμματισμού»
Οι τρεις διαδοχικές «προσεγγίσεις εγγραμματισμού», που προτείνονται από την ΑΔΙΠΠΔΕ, καλύπτουν όλο το φάσμα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, από το Νηπιαγωγείο μέχρι και το Γυμνάσιο, προσαρμόζοντας τις προτάσεις στις μαθησιακές ικανότητες των αντίστοιχων μαθητικών πληθυσμών. Εξυπακούεται, ότι διατηρείται ένας κεντρικός άξονας σταδιακής εναλλαγής των στόχων και των διδακτικών και μαθησιακών αρχών και πρακτικών.
Οι τρεις προσεγγίσεις είναι οι εξής:
Α. «Μαθαίνω τη Γλώσσα», που καλύπτει από το Νηπιαγωγείο μέχρι και την Γ’ τάξη Δημοτικού.
Β. «Μαθαίνω με τη Γλώσσα τα Διδασκόμενα Μαθήματα, με Εφαρμογή στην Ιστορία», για τους μαθητές από την Δ’ τάξη Δημοτικού μέχρι τη Γ’ τάξη Γυμνασίου.
Γ. «Σκέπτομαι με τη Γλώσσα Κριτικά και Δημιουργικά», για τις υπόλοιπες τάξεις.