Η Τζένη Μπάγια, 20 ετών, εργάζεται ως ρεσεψιονίστ στο De Sol, χειμώνα-καλοκαίρι. Είχε την επιλογή να φύγει – είτε στην Αθήνα, είτε στο πατρικό της στην Αλβανία. «Στην αρχή η κατάσταση δεν ήταν τόσο ανησυχητική, δεν μου πέρασε καν από το μυαλό να φύγω», λέει. «Τώρα όμως, που τα πράγματα δυσκολεύουν, κάνω δεύτερες σκέψεις».
Η ίδια, όπως και πολλοί άλλοι, έχει συνηθίσει τους σεισμούς – «Όχι όμως με αυτή τη συχνότητα», τονίζει. Συγγενείς της ήδη εγκατέλειψαν το νησί, όμως προς το παρόν δεν σκέφτεται να τους ακολουθήσει. Για εκείνη, η ζωή στη Σαντορίνη συνεχίζεται, έστω κι αν η γη κάτω από τα πόδια της αρνείται να σταθεί ακίνητη.
Ο Αντώνης Κορώνιος, 74 ετών, είναι από εκείνους που δεν σκέφτηκαν ούτε στιγμή να εγκαταλείψουν τη Σαντορίνη. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο νησί, δεν τον τρομάζουν τα Ρίχτερ. Άλλωστε, έχει ζήσει τον μεγάλο σεισμό του 1956, όταν, παιδί ακόμα, κοιμόταν σε ένα αντίσκηνο στα χωράφια μαζί με την οικογένειά του.
Σήμερα, στο πλευρό του έχει τον Μάρκο, τον γάιδαρό του, και για τον ίδιο, αυτό αρκεί. «Έχω τα ζώα μου, να τα παρατήσω; Ποιος θα τα προσέχει;» λέει με τη βεβαιότητα ενός ανθρώπου που έμαθε να ζει σε ένα μέρος όπου η γη δεν είναι ποτέ εντελώς σταθερή. «Τι να φοβηθώ στην ηλικία μου; Ούτε το ηφαίστειο, ούτε τον σεισμό, ούτε τίποτα».
Αν κάτι τον ανησυχεί, δεν είναι οι δονήσεις της γης, αλλά οι δονήσεις μιας κοινωνίας που αλλάζει. «Φοβάμαι για τα παιδιά των παιδιών μου. Όχι για τον σεισμό – αυτόν τον αντέχεις. Αλλά για όλους τους ανώμαλους που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, για την εγκληματικότητα. Αυτά είναι που με τρομάζουν».