Η Ουάσινγκτον τράβηξε μία διαχωριστική γραμμή σε σχέση με την προεδρία του Τζο Μπάιντεν, επικοινώνησε προσωπικά με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν και προκάλεσε ψυχρολουσία στην Ευρώπη, την οποία θέλει να φέρει προ των ευθυνών της προκειμένου να αναλάβει μεγαλύτερο βάρος όσον αφορά την στήριξη του Κιέβου. Οι δηλώσεις τόσο του Τραμπ, όσο και του αντιπροέδρου του, Τζέι Ντι Βανς, ωστόσο, είναι χαρακτηριστικές των διαθέσεών των ΗΠΑ. Η Ουκρανία, κατ’ αυτούς, δεν μπορεί να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, ενώ αντιστοίχως δεν μπορεί να επιστρέψει στα σύνορα προ του 2014, δίνοντας έτσι ένα συγκριτικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στη Μόσχα. Το ερώτημα λοιπόν είναι, όσο μακριά θα φτάσει ο Ντόναλντ Τραμπ στο… ξεπούλημα της Ουκρανίας για να εξυπηρετήσει το δόγμα «Πρώτα η Αμερική» όπως χαρακτηριστικά σημειώνει σε ανάλυσή της η βρετανική εφημερίδα Guardian.
Σύμφωνα με τον Andrew Roth του Guardian, η ειρήνη που διαπραγματεύεται ο Τραμπ δεν αφορά τη δικαιοσύνη. Δεν υπάρχει βαθύτερη ηθική ή δικαιοσύνη σε αυτήν, παρά μόνο η ικανοποίηση ότι «πέτυχε» τον στόχο του. Ο ίδιος έχει ήδη δείξει την πρόθεσή του να πιέσει την Ουκρανία και την Ευρώπη να κάνουν παραχωρήσεις για να πείσουν τη Ρωσία να υπογράψει. Το μόνο που μένει για εκείνον είναι να καθορίσει την τιμή αυτής της ειρήνης.
«Είμαι εδώ για να πετύχω την ειρήνη», δήλωσε ο Τραμπ από το Οβάλ Γραφείο, από όπου καθημερινά εξαγγέλλει την πολιτική του. «Δεν με ενδιαφέρει κάτι άλλο, πέρα από το να σταματήσει να σκοτώνονται εκατομμύρια άνθρωποι», είπε.
Από την υποστήριξη στην ανατροπή
Η αλλαγή αυτή αποτελεί μεγάλη στροφή στη στάση των ΗΠΑ έναντι της Ουκρανίας, η οποία για χρόνια βασιζόταν στην υποστήριξη για την αυτοάμυνά της, αν και όχι για τη νίκη της. Η κυβέρνηση Μπάιντεν περιορίστηκε στη διαχείριση των συνεπειών της ρωσικής επιθετικότητας, αλλά ο Τραμπ δηλώνει πως θα προσφέρει τη «θεραπεία». Ωστόσο, η προσέγγισή του είναι πρωτοφανής: η αντίσταση πρέπει να σταματήσει.
Από την πλήρη εισβολή της Ρωσίας το 2022, το δόγμα στο Οβάλ Γραφείο ήταν «τίποτα για την Ουκρανία χωρίς την Ουκρανία». Οι αξιωματούχοι του Μπάιντεν τόνιζαν δημόσια ότι μόνο η Ουκρανία θα αποφάσιζε πότε είναι έτοιμη για διαπραγματεύσεις.
Αυτό όμως ήταν πριν τις εκλογές στις ΗΠΑ. Η αλλαγή πολιτικής δεν ήρθε λόγω έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού ή όπλων, αλλά λόγω του… κόστους ζωής στην Πενσιλβάνια. Η μεγαλύτερη προδοσία της κυβέρνησης Μπάιντεν προς την Ουκρανία μπορεί να ήταν η απώλεια των εκλογών, που ουσιαστικά παρέδωσε τη δεύτερη γραμμή άμυνας της Ουκρανίας στο «Πρώτα η Αμερική» σημειώνει ο Guardian.
«Είμαστε ο παράγοντας που συγκρατεί την κατάσταση, και ειλικρινά, θα συνεχίσουμε όσο χρειάζεται, γιατί δεν θα επιτρέψουμε να συμβεί το αντίθετο», δήλωσε ο Τραμπ, δείχνοντας ότι δεν θα επιτρέψει την πλήρη κατάρρευση της Ουκρανίας. «Αλλά ο πρόεδρος Πούτιν θέλει τώρα την ειρήνη, και αυτό είναι καλό. Δεν ήθελε ειρήνη με τον Μπάιντεν».
Στρατηγική ή αυτοσχεδιασμός;
Κάποιοι αναλυτές πιστεύουν ότι ο Τραμπ μπορεί να έχει βαθύτερο σχέδιο: να ενοποιήσει την Ευρώπη και να πιέσει τη Ρωσία, ενώ παράλληλα θα μειώσει τις τιμές του πετρελαίου. Ωστόσο, οι πρόσφατες ενέργειές του στη Γάζα ή εντός των ΗΠΑ δείχνουν ότι πιθανότατα δεν υπάρχει κάποιο βαθύτερο σχέδιο.
Η επιλογή του Στιβ Γουίτκοφ, του έμπιστου διαπραγματευτή του που διαχειρίστηκε τη συμφωνία ομηρίας-εκεχειρίας στη Γάζα, αντί του σκληροπυρηνικού στρατηγού Κιθ Κέλογκ, δείχνει ότι η διαδικασία θα είναι ψυχρή και ρεαλιστική, μια ακόμη εμπορική συμφωνία.