Δίνοντας μια εντελώς αυθαίρετη απάντηση στο εντελώς υποθετικό ερώτημα για το εάν νοείται «αγία τετράδα» Ελλήνων αθλητικογράφων, ο Γιώργος Γεωργίου θα μπορούσε να συγκατοικεί σε ένα τέτοιο άτυπο πάνθεον με το Γιάννη Διακογιάννη, τον Φίλιππο Συρίγο και τον Γιώργο Χελάκη. Υπερβολή; Βλασφημία; Ίσως και τα δύο -ή, απλώς, η ιστορία της αθλητικής δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Γραμμένη διαφορετικά, ανάποδα αυτή τη φορά, χωρίς ίχνος πολιτικής ορθότητας αλλά με έναν ιδιότυπο κώδικα τιμής, με αξίες της κερκίδας, του πεζοδρομίου. Και του παλιού καλού καφενείου πάνω από όλα, με τον πηχτό καπνό από τα φτηνά τσιγάρα, τις σκληρές βραχνές φωνές και τις ακόμη πιο σκληρές φανατικές απόψεις που κυκλοφορούσαν αποκλειστικά σε αυτούς τους συνοικιακούς στρατώνες μετά το στρατό, τα men’s only κλαμπ απανταχού της Ελλάδας.
Και πάνω από όλα σε ό,τι αφορά ειδικά τον ίδιον, ο Γιώργος Γεωργίου ήταν ένας από τους πλέον χαρισματικούς αφηγητές ιστοριών που εμφανίστηκαν ποτέ στην καθ’ ημάς δημόσια σφαίρα. Ο λόγος του μπορεί να θύμιζε Νίκο Τσιφόρο και Ηλία Πετρόπουλο, συχνά σαν καρικατούρα του περιθωριακού πλην ατόφια λαϊκού τύπου. Μπορεί η αθυροστομία του να προσέβαλε άσχημα -και οπωσδήποτε ασυγχώρητα- βραχύσωμους, έγχρωμους, ομοφυλόφιλους κ.λπ. αλλά το status του Γιώργου Γεωργίου χτίστηκε ακριβώς μέσα από βαρύτατα παρεξηγήσιμες εκφράσεις. Και ίσως ακριβώς επειδή έβριζε ασυστόλως -ποτέ όμως άστοχα- ο Γιώργος Γεωργίου εξάγνισε, τρόπον τινά, ακόμη και το μπινελίκι.
Ομολογουμένως πολύ συχνά η φρασεολογία του ήταν αισχρή, ηθικά κατακριτέα και οπωσδήποτε μη μεταβολίσιμη. Από την άλλη, την ίδια στιγμή ήταν σχεδόν αριστοφανικής μεγαλοφυΐας ορισμένες από τις θρυλικές παρομοιώσεις του: «Ο τύπος είναι τόσο κοντός, που του δίνεις πούρο και κάνει ‘επ’ ώμου’. Τόσο κοντός που, όταν κάθεται στο χαλάκι της πόρτας κρέμονται τα πόδια του» κ.ο.κ. Ή «μπορεί να μην έφτιαξα τα δόντια μου, αλλά τα ούλα μου είναι σαν κράσπεδα πεζοδρομίου. Σπάνε ακόμη και καρύδια» κ.λπ.
Αν ο Γιάννης Διακογιάννης έφερε στον παρεξηγημένο, στιγματισμένο σαν μπανάλ ή και κακόφημο κόσμο της μπάλας τον κοσμοπολιτισμό και την δυτική κουλτούρα, την ευρυμάθεια και την απενοχοποίηση του σπορ για χάρη ενός πιο εκλεπτυσμένου κοινού που δίσταζε να παραδεχτεί ότι παθιάζεται με τη μπάλα, ο Γιώργος Γεωργίου έκανε το αντίθετο: Ανέδειξε την αλητεία και την απλοϊκότητα, έστησε ένα ατελείωτο γλέντι για την καφενειακή υποκουλτούρα. Η ανταπόδοση που κέρδισε ήταν μεγαλειώδης: Ο Διακογιάννης έγινε στίχος, αλλά ο Γεωργίου πολλές φορές νούμερο σε επιθεώρηση, μια περσόνα άμεσα αναγνωρίσιμη παντού, τόσο γραφικός ώστε να γίνει cult hero αλλά και τόσο ευθύβολος ώστε να ξεπεράσει κατά πολύ το εξειδικευμένο βεληνεκές δράσης του, ως προς την ατομική διασημότητά του αλλά και την, απροσδόκητα υψηλή, απήχησή του στις νεότερες ηλικίες.
Με πιο απλά λόγια, ο Γιώργος Γεωργίου κατόρθωσε να γίνει μια νεοελληνική φιγούρα, κατοχυρώνοντας έναν ανθρωπότυπο που, ενώ η αυτοκαταστροφική ασωτία (τζόγος, κάπνισμα), το παρουσιαστικό και κυρίως το λεξιλόγιό του προσιδίαζαν σε ένα κοινωνιολογικό απολίθωμα, ένα απομεινάρι του αρχέτυπου «μάγκα» παλαιότατης κοπής, εν τέλει νίκησε το χρόνο, όπως νίκησε και τα ταξικά φράγματα. Εξού και φράσεις-σφραγίδες, όπως το «Γεωργίου σπίκινγκ» ή το ανυπέρβλητο «ήμαρτον» υιοθετήθηκαν αδιακρίτως από νέους ή μεγαλύτερους, από γυναίκες και άντρες, και ανεξαρτήτως συμφραζομένων, από την αγοραία καθομιλουμένη έως τη γλώσσα της πολιτικής ή της διανόησης.
Ωστόσο, προαναφέρθηκε στο παρόν κείμενο ότι ο Γεωργίου ήταν ένας μεγάλος μάστορας της αφήγησης ιστοριών -και μάλιστα από τους σπάνιους δεξιοτέχνες του είδους. Το χάρισμά του αυτό συγκαλύπτεται και παραβλέπεται συνήθως, επειδή τα viral ποτ-πουρί από τις αμίμητες ατάκες του στην τηλεόραση οδηγούν σε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στην προσωπικότητα του Γιώργου Γεωργίου. Η μία είναι ότι ήταν ένας ομοφοβικός χυδαιολόγος, ένα στοιχείο που απασχόλησε έντονα και επί μακρόν την ελληνική κοινή γνώμη, κατ’ εξοχήν όταν ο Γεωργίου επιτέθηκε στον Γιώργο Καπουτζίδη.
Η δεύτερη προσέγγιση ανάλυσης για την περίπτωση του Γιώργου Γεωργίου είναι η προσωπική δυστυχία, με την εξαιρετικά σπάνιο σύνδρομο και εν τέλει τον θάνατο του γιου του. Έτσι λοιπόν ο Γεωργίου παρουσιάζεται, αναλόγως των προτιμήσεων εκάστου σχολιαστή, είτε σαν ένας ημιάγριος ρατσιστής είτε σαν ένας άνθρωπος τσακισμένος από μια σαδιστική, αδιανόητα κακιασμένη μοίρα. Τα αφιερώματα που γράφτηκαν ή μεταδόθηκαν in memoriam από τη Δευτέρα 5 Ιουνίου έχουν καλύψει πλήρως αμφότερες τις οδούς κατανόησης του ποιος πραγματικά ήταν ο Γιώργος Γεωργίου.
Πέρα από αυτά τα στοιχεία όμως, αξίζει να εστιάσει κανείς στο πώς ο Γεωργίου χειριζόταν το λόγο, πώς κλιμάκωνε την ένταση του ενδιαφέροντος, πώς χρησιμοποιούσε τα μη λεκτικά στοιχεία (παύσεις, μορφασμούς, βλέμματα, χειρονομίες, στάση σώματος). Στην πραγματικότητα, με κάθε απάντηση που έδινε στους ακροατές ή τηλεθεατές με τους οποίους συνομιλούσε στις δεκάδες χιλιάδες εκπομπές του, με κάθε σχόλιο και με κάθε βωμολοχία του ακόμη, ο Γιώργος Γεωργίου έλεγε μια συναρπαστική ιστορία -ή μάλλον έλεγε συναρπαστικά κάθε ιστορία.
Επ’ αυτού αρκεί να παρακολουθήσει κανείς το πώς εξιστορεί σε τηλεοπτική εκπομπή μία από τις τελευταίες περιπέτειες με την υγεία του: Το πώς ένιωσε ότι παθαίνει έμφραγμα, πώς πήγε μόνος του στο εφημερεύον δημόσιο νοσοκομείο, πώς διέσχισε στιγμιαία το όριο από τη ζωή στο θάνατο, πώς σώθηκε, τι κατάλαβε. Καθόλου τυχαία, το κοινό που βρισκόταν ζωντανά στο στούντιο όταν ο Γεωργίου άρχισε την εξομολόγηση των παθημάτων και των παθών του, κεραυνοβολήθηκε. Και, τουλάχιστον ένα κορίτσι, γύρω στην εφηβεία μάλλον, έκλαψε με όσα ημαρτημένα -κυριολεκτικά και μεταφορικά- άκουσε από εκείνο το ξεδοντιασμένο, αιωνίως γεροντικό στόμα.
Αναμφίβολα, με τον Γιώργο Γεωργίου που πέθανε στα 71 του χρόνια, έκλεισε ένα κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας, της αθλητικής παραφιλολογίας πιο συγκεκριμένα, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και εξής. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ο Γεωργίου θα μπορούσε να ανήκει, λίγο-πολύ, στην περιβόητη «γενιά του Πολυτεχνείου», καθώς το 1973 ήταν 21 ετών. Έτυχε όμως να έχει άλλα ενδιαφέροντα και να πάρει άλλο δρόμο, μακριά από εκείνον της πολιτικής. Αλλά είχε γεννήθηκε το 1952, μόλις 3 χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου και όση μπάλα έμαθε, την έμαθε στις αλάνες και με τα αλάνια. Όπως έμαθε το κουμ-καν και την πόκα στα καφενεία της γειτονιάς του, των Πετραλώνων.
Ακολούθως, όταν πια είχε αρχίσει να δημοσιογραφεί, «μεταπτυχιακό» στρατηγικής ποδοσφαίρου έκανε με τον Νίκο Αλέφαντο και, μολονότι οι τακτικές ανάπτυξης του σύγχρονου παιχνιδιού δεν ήταν το φόρτε του, ο Γιώργος Γεωργίου είχε ποδοσφαιρικό ένστικτο, οσμιζόταν τη φάση, ψυχανεμιζόταν το πώς θα εξελιχθεί μια αναμέτρηση, αν θα είναι βαρετή ή όχι. Ο ίδιος, πάντως, ανεξαρτήτως εάν οι εκπομπές του έμοιαζαν μονότονες, δεν άφησε τον εαυτό του να κυλήσει στη ρουτίνα, να γίνει επαναλαμβανόμενος και ανιαρός. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο επαγγελματικό στοίχημα που έβαλε ο Γιώργος Γεωργίου με τον εαυτό του -και το κέρδισε πανηγυρικά.