Η Ελλάδα γύρισε σελίδα, βγήκε από την κρίση και τα μνημόνια. Και μαζί με τη χώρα η Ζωή Κωνσταντοπούλου εγκαινιάζει νέα κεφάλαια στο βιβλίο της προσωπικής και δημόσιας ζωής της. Πάνε πια οι οργισμένες εκείνες στιγμές, όταν ζητούσε αυστηρά τον λόγο από τους αμήχανους αστυνομικούς που απαγόρευαν την πρόσβαση διαδηλωτών στη Βουλή. Εχει αφήσει πίσω της τα «αντιστασιακά» περιστατικά εκείνου του Νοεμβρίου του 2013, όταν μπροστά στην πύλη του Ραδιομεγάρου της ΕΡΤ κραύγαζε ως αγανακτισμένο θύμα: «Υφίσταμαι βίααα… Με σπρώχνουν αστυνομικοί, να κληθεί εισαγγελέας. Βοήθειααα!». Και την ίδια ώρα η Ραχήλ Μακρή σκαρφάλωνε στα κάγκελα της εισόδου, με τη βοήθεια του Δημήτρη Στρατούλη, ουρλιάζοντας συνθήματα κατά του λουκέτου στη δημόσια τηλεόραση.
Κοντεύει πια να ξεχαστεί και η δυναμική εμφάνισή της έξω από τη Βουλή, όταν με υψωμένη τη γροθιά του αριστερού της χεριού χαιρετούσε αγέρωχα τους διαδηλωτές υπέρ του «Οχι», μία ημέρα πριν από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015. Και στον αμέσως επόμενο τόνο ανακατευόταν με τον κόσμο που στεκόταν στη σκηνή μπροστά από το Κοινοβούλιο τραγουδώντας με πάθος «Το ερωτικό (Με μια πιρόγα)» του Θάνου Μικρούτσικου. Εχει λησμονηθεί σχεδόν και η χαρακτηριστική της φράση «Τι είπατε;», που επαναλάμβανε περίπου επικριτικά, με ζήλο εριστικού ανακριτή σε τηλεοπτική της συνέντευξη στη Σία Κοσιώνη.
Η ατάκα της βέβαια έγινε τότε περιπαικτικά viral. Χάθηκαν στο βάθος της μνήμης και οι εντός Βουλής συναναστροφές της με τον Βέλγο μαρξιστή Ερίκ Τουσέν. Τον «εμπειρογνώμονα σε ζητήματα ελέγχου του επονείδιστου και παράνομου δημόσιου χρέους» στην Επιτροπή Αλήθειας Δημοσίου Χρέους, την οποία η ίδια ίδρυσε ως πρόεδρος της Βουλής. Η φιγούρα του «εκλεκτού» της ακτιβιστή διανοούμενου, που κυκλοφορούσε στο Κοινοβούλιο με λευκό μούσι, κοτσίδα, σανδαλοπαντόφλες, φωσφοριζέ λαχανί πουκάμισο και μοβ φουλάρι, θάμπωσε με την πάροδο του χρόνου. Μαζί με τη δική του εκκεντρική ενδυματολογικά εικόνα ξεθώριασε και η άπαξ δική της τολμηρή χρωματικά αμφίεση, εμπνευσμένη από τη μοδάτη πρόταση της σχεδιάστριας Diane Von Furstenburg, με την οποία είχε εμφανιστεί κατά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης στα τέλη του Ιανουαρίου του 2015.
Κέντρισε την προσοχή με το λουκ της, πολυσυζητήθηκε και αρκούντως χλευάστηκε τότε το συνδυαστικό συνολάκι της με τη φαρδιά φούξια παντελόνα, το μαύρο τσαντάκι και το μακρύ καναρινί παλτό. Αλλά, αφότου δεν επαναλήφθηκε και η στολή καταχωνιάστηκε σε κάποια ντουλάπα, οι αρχικές εντυπώσεις που προκάλεσε έφθιναν μέχρι που εξατμίστηκαν από τη συλλογική μνήμη.
Μαραθώνιες συνεδριάσεις
Οπως πλησιάζουν να τυλιχτούν στην αχλή του χρόνου ή του μύθου τα «καψόνια» που σκάρωνε στο κοινοβουλευτικό σώμα ως πρόεδρος της Βουλής επιμηκύνοντας τις συνεδριάσεις μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Τότε που με υπερβολή στις τοποθετήσεις της, εμμονικό πείσμα στα όρια της υστερικής εκδήλωσης πυγμής κατά την ερμηνεία του κανονισμού της Βουλής και ρητορική τσαντίλα που άγγιζε τον κομματικό φανατισμό αντιδικούσε επιθετικά με τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης Βαγγέλη Μεϊμαράκη και Ευάγγελο Βενιζέλο καθώς και τους λοιπούς βουλευτές. Προφανώς οι περισσότεροι δεν είχαν προβλέψει το τι θα επακολουθούσε αφότου στης αρχές του Φεβρουαρίου του 2015 την εξέλεγαν με ρεκόρ ψήφων στο τρίτο τη τάξει πολιτειακό αξίωμα, ως τη νεότερη και μόλις δεύτερη γυναίκα στην Ιστορία πρόεδρο του Κοινοβουλίου.
Για μια 38χρονη βουλευτή με πολύ μικρή θητεία, εκλεγμένη μόλις από το 2012, άρα και περιορισμένης εμπειρίας στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, παγίδες ή κακοτοπιές, το γεγονός της ανάδειξής της στο κορυφαίο αυτό πόστο έμοιαζε μεγάλο ρίσκο. Οσοι από την αντιπολίτευση προσήλθαν στην υπερψήφισή της με την προσδοκία μιας ευρείας πολιτικοδιακομματικής συναίνεσης απογοητεύτηκαν σε λιγότερο από μία ώρα. Στην εναρκτήρια ομιλία της ως εκλεγμένης δεν εμφανίστηκε καν ως πρόεδρος όλων των βουλευτών, αλλά ως «κομματάρχης» και «κομματικότερη του κόμματός της», όπως διέγνωσαν άμεσα οι διαψευσμένοι βουλευτές της αντιπολίτευσης.
Η αλήθεια είναι ότι ούτε η ίδια έδειχνε μεγάλη προθυμία για τη συγκεκριμένη θέση. Προτιμούσε τα υπουργείο Δικαιοσύνης, μια και είχε διατελέσει κομματική τομεάρχης με το ίδιο αντικείμενο. Δέχτηκε τελικά όταν την κάλεσε ο νεοεκλεγμένος τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να της την προτείνει στο φρεσκοανακαινισμένο με επιμέλεια της Θεανώς Φωτίου γραφείο του στην Κουμουνδούρου. Λέγεται ότι της είπε τότε: «Πάμε να τους τρελάνουμε!». Σύμφωνα με δικές της αφηγήσεις, ο Τσίπρας δεν πολυκαταλάβαινε το εύρος των αρμοδιοτήτων και το πεδίο δράσης ενός προέδρου της Βουλής. Τη θεωρούσε μάλλον μια τιμητική διακοσμητική θέση. Επιπλέον, δεν είχε αντιληφθεί σε όλη της την έκταση την ιδιοσυγκρασία της Κωνσταντοπούλου, το άκαμπτο μαχητικό πνεύμα, την εργασιομανία, τη νομική συγκρότηση και την αφοσίωσή της, αν όχι σχολαστικότητα, στους νόμους.