Οι αγορές χρήματος την Τετάρτη τιμολογούσαν μειώσεις επιτοκίων αξίας 35 μονάδων βάσης για τη συνεδρίαση του Ιανουαρίου, υποδεικνύοντας ότι η κεντρική τράπεζα της ευρωζώνης θα μειώσει κατά τουλάχιστον ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας. Αυτό θα σηματοδοτούσε την πέμπτη περικοπή από τότε που άρχισε να χαλαρώνει τη νομισματική πολιτική, τον Ιούνιο του 2024.
Η αγορά «βλέπει» επίσης περαιτέρω περικοπές στις συνεδριάσεις της ΕΚΤ τον Μάρτιο και τον Ιούνιο, με μια τέταρτη και τελική μείωση που θα φέρει τη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων στο 2% μέχρι το τέλος του έτους.
Οι προσδοκίες για έναν γρήγορο ρυθμό χαλάρωσης φέτος έχουν παγιωθεί, ακόμη και μετά την αύξηση του γενικού πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ για τρίτο συνεχόμενο μήνα τον Δεκέμβριο.
Αντίβαρο στον πληθωρισμό αποτελούν οι δείκτες επιχειρηματικής δραστηριότητας που δείχνουν συνεχιζόμενη αδυναμία στη μεταποίηση και χλιαρή καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Ενώ η κίνηση των επιτοκίων της ΕΚΤ αυτή την εβδομάδα είναι σχεδόν εγγυημένη, παραμένουν αρκετά βασικά ερωτήματα για τα οποία η πρόεδρός της, Κριστίν Λαγκάρντ, πιθανότατα θα ερωτηθεί κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου μετά την ανακοίνωση – και πολλά από αυτά αφορούν τις ΗΠΑ και τον νέο ηγέτη τους.
Μια ανησυχία είναι κατά πόσον η ΕΚΤ αισθάνεται άνετα με την αυξανόμενη απόσταση μεταξύ της δικής της πορείας νομισματικής πολιτικής και αυτής της μεγαλύτερης κεντρικής τράπεζας του κόσμου, της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, η οποία διατήρησε αμετάβλητα τα επιτόκια την Τετάρτη.
Η Λαγκάρντ αναγνώρισε αυτή την απόκλιση σε συνέντευξή της στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ την περασμένη εβδομάδα, λέγοντας στο CNBC ότι ήταν αποτέλεσμα διαφορετικών οικονομικών συνθηκών.
Ενώ η ευρωζώνη έχει περιέλθει σε στασιμότητα, η αμερικανική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με σταθερό ρυθμό στο περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων και πολλοί επενδυτές είναι αισιόδοξοι για τις προοπτικές του 2025 παρά την αβεβαιότητα για τον Τραμπ.