Καθώς έβγαιναν από μια τεταμένη συνάντηση, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός άρπαξε το χέρι του αξιωματούχου του Λευκού Οίκου για τη Μέση Ανατολή, κοιτάζοντάς τον επίμονα.
«Χρειαζόμαστε αυτή τη συμφωνία», είπε με ένταση στον Μπρετ ΜακΓκαρκ, ενώ οι συνομιλίες με τη Χαμάς είχαν βαλτώσει.
Μία εβδομάδα αργότερα, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου είχε αυτό που ήθελε.
Τις παραπάνω σκηνές παραθέτει το Politico σε εκτενές δημοσίευμά του για το χρονικό του διπλωματικού μαραθωνίου που οδήγησε στη συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς.
Το βράδυ της Τρίτης οι δύο πλευρές ανακοίνωσαν πως έδωσαν τα χέρια για την πολυαναμενόμενη, εκατέρωθεν, συμφωνία: Σε μία ολιγοήμερη κατάπαυση πυρός, τεσσάρων ή πέντε 24ώρων, η Χαμάς θα απελευθέρωνε 50 γυναίκες και παιδιά που απήγε στις 7 Οκτωβρίου από το νότιο Ισραήλ, και το Ισραήλ 150 Παλαιστίνιους κρατουμένους, γυναίκες και εφήβους.
Όπως αναμεταδίδει η Καθημερινή, η εξέλιξη αυτή ήταν το αποτέλεσμα ενός διπλωματικού αγώνα δρόμου που ξεκίνησε αμέσως μετά τις χειρότερες και πλέον πολύνεκρες επιθέσεις σε ισραηλινό έδαφος, στις 7 Οκτωβρίου, και απέδωσε τους πρώτους του καρπούς μετά από έξι εβδομάδες λυσσαλέων εχθροπραξιών στη Λωρίδα της Γάζας.
Δύο ανώτερα μέλη της αμερικανικής διοίκησης μίλησαν στο Politico σε καθεστώς ανωνυμίας για τις περίπλοκες, κοπιώδεις και «βασανιστικές» διαπραγματεύσεις και το πώς αυτές με βήματα χειρουργικά τελεσφόρησαν.
Ο ρόλος του Κατάρ
Το Κατάρ, στενός σύμμαχος της Ουάσιγκτον με επιρροή στη Χαμάς, προσέγγισε τον Λευκό Οίκο λίγο μετά την 7η Οκτωβρίου, με πληροφορίες για τους ομήρους, Ισραηλινούς και ξένους πολίτες, που είχαν μόλις απαχθεί, και την πρόταση για σχηματισμό ενός «πυρήνα», μιας μικρής ομάδας εργασίας, που θα ασχολιόταν με το ζήτημα των ομήρων.
Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Τζέικ Σάλιβαν, στράφηκε στους δύο κορυφαίους συνεργάτες του, ΜακΓκαρκ και Τζος Γκέλτζερ, οι οποίοι θα επιφορτίζονταν με την ευθύνη των επαφών και της επικοινωνίας για την επίτευξη του στόχου.
Το διακύβευμα κατέστη σαφές τη 13η Οκτωβρίου, κατά τη διάρκεια μιας βιντεοκλήσης Zoom μεταξύ του Αμερικανού προέδρου και των οικογενειών των αγνοούμενων Αμερικανών και ομήρων.
Η επικοινωνία τους διήρκεσε περισσότερο από το προγραμματισμένο, καθώς ο Μπάιντεν άκουσε καρτερικά όλους να μιλούν για τους ανθρώπους τους και να εκφράζουν τους φόβους τους.
«Ήταν ένα από τα πιο σπαραχτικά πράγματα που έχω βιώσει ποτέ σ’ αυτή τη θέση», περιγράφει ο πρώτος από τους αξιωματούχους που μίλησαν στο Politico.
Οι όμηροι αποτέλεσαν στη συνέχεια το κεντρικό θέμα πολλαπλών τηλεφωνικών και διά ζώσης επαφών του Μπάιντεν με τον Νετανιάχου – με τον Αμερικανό πρόεδρο να πιέζει επίσης το Ισραήλ για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε όσους την έχουν ανάγκη και τη διασφάλιση πως η ασφάλεια των αμάχων είναι η προτεραιότητα του ισραηλινού στρατού.
Οι πρώτες αυτές επαφές απέδωσαν ένα πρώτο αισιόδοξο αποτέλεσμα στις 23 Οκτωβρίου, με την απελευθέρωση από τη Χαμάς δύο Αμερικανίδων, των Νάταλι και Τζούντιθ Ραανάν, μάνας και κόρης. Η εξέλιξη αυτή ήταν η απτή απόδειξη πως ο «πυρήνας» που είχε συσταθεί ήταν λειτουργικός και μπορούσε να αποφέρει ακόμη μεγαλύτερα αποτελέσματα.
Μία ημέρα αργότερα, η Χαμάς έστειλε μήνυμα μέσω των διαύλων της στην ομάδα: «Ένας αριθμός αιχμάλωτων γυναικόπαιδων θα μπορούσαν να φύγουν από τη Γάζα», με την προϋπόθεση, «παγίδα» κατά πολλούς, πως η ασφαλής μεταφορά τους εκτός Γάζας θα μπορούσε να διασφαλιστεί μόνον αν το Ισραήλ δεν πραγματοποιούσε τη (τότε εξαγγελθείσα και δρομολογούμενη) χερσαία επιχείρησή του.
«Αμερικανοί αξιωματούχοι έθεσαν στους Ισραηλινούς το ζήτημα σχετικά με το αν η χερσαία επίθεση θα έπρεπε να καθυστερήσει ώστε να δοθεί μια ευκαιρία στη συμφωνία», σημειώνει ο δεύτερος Αμερικανός. «Οι Ισραηλινοί κατέληξαν πως οι όροι δεν ήταν αρκούντως ασφαλείς για να καθυστερήσει η χερσαία εισβολή. Δεν υπήρχαν ακόμη ενδείξεις από τη Χαμάς για το αν οι όμηροι ήταν ζωντανοί», προσθέτει.
Ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στη Γάζα προς τα τέλη Οκτωβρίου. Όμως, όπως σημειώνει ο Αμερικανός αξιωματούχος, «το σχέδιο εισβολής προσαρμόστηκε έτσι ώστε να εκτελεστεί σταδιακά και να μπορεί να υποστηρίξει μια κατάπαυση πυρός στην περίπτωση επίτευξης συμφωνίας».
Εντατικές διαβουλεύσεις κεκλεισμένων των θυρών
Οι διπλωματικές διεργασίες συνεχίστηκαν παρασκηνιακά σε καταιγιστικούς ρυθμούς, ενώ διαμορφωνόταν το περίγραμμα μιας συμφωνίας. Η Χαμάς παρείχε πληροφορίες για πενήντα από τους αιχμαλώτους της, διαμηνύοντας στον Μπάιντεν πως ήταν εφικτή η απελευθέρωσή τους. Στις 14 Νοεμβρίου ο Μπάιντεν ανέπτυξε τηλεφωνικά τις εκτιμήσεις του στον Ισραηλινό ηγέτη, ο οποίος συμφώνησε.
Λίγο αργότερα την ίδια ημέρα ο Νετανιάχου, σφίγγοντας το χέρι του ΜακΓκαρκ, του εξηγούσε εμφατικά πόσο σημαντική είναι η επίτευξη της συμφωνίας για το Ισραήλ – αλλά και για τον ίδιο, όπως λένε οι αναλυτές, αφού οι πολίτες, παρότι στηρίζουν τον πόλεμο κατά της Χαμάς, εξακολουθούν να πνέουν μένεα κατά του Νετανιάχου που απέτυχε να προστατεύσει τους πολίτες, υποτιμώντας την απειλή της Χαμάς. Μια συμφωνία δεν ήταν ηθικό ζήτημα. Ήταν πολιτική αναγκαιότητα, όπως το θέτει το Politico.
Όμως, οι δυσκολίες και οι εμπλοκές παρέμεναν.
Κατά τη διάρκεια της χερσαίας επιχείρησης, το Ισραήλ απέκλεισε κάθε δυνατότητα επικοινωνίας εντός Γάζας, καθιστώντας δύσκολες, συχνά ακατόρθωτες, τις επαφές με τη Χαμάς, η οποία απείλησε, μάλιστα, να βάλει τέλος στις διαπραγματεύσεις μετά την εισβολή του ισραηλινού στρατού στο νοσοκομείο Αλ Σίφα. Οι συνομιλίες τελικά ξανάρχισαν όταν το Ισραήλ διαβεβαίωσε, μέσω της ομάδας εργασίας, τη Χαμάς πως οι IDF θα επέτρεπαν τη συνέχιση λειτουργίας του νοσοκομείου.
Σε εκείνη τη φάση, ο Μπάιντεν διαισθάνθηκε πως τα περιθώρια μιας επιτυχίας στένευσαν. Στις 17 Νοεμβρίου κάλεσε τον εμίρη του Κατάρ, ενημερώνοντας πως ο ΜακΓκαρκ θα βρισκόταν στο εμιράτο την επομένη και μαζί μπορούσαν να εξετάσουν το τελικό κείμενο της δρομολογούμενης συμφωνίας. Λίγο πριν από την άφιξη του Αμερικανού στο Κατάρ, η Ντόχα έλαβε από τη Χαμάς κάποια σχόλια για την πρόταση συμφωνίας. Ο Αλ Θάνι και ο ΜακΓκαρκ επικοινώνησαν με τον διευθυντή της CIA, Μπιλ Μπερνς, ο οποίος ασκούσε τη δική του περιφερειακή διπλωματία ως ο κύριος σύνδεσμος με τη Μοσάντ, την υπηρεσία πληροφοριών του Ισραήλ.
Όπως σημειώνει ο δεύτερος Αμερικανός αξιωματούχος, «η συμφωνία είχε δομηθεί πάνω στο δεδομένο πως θα απελευθερώνονταν σε πρώτη φάση γυναίκες και παιδιά, με την προσδοκία για μελλοντική απελευθέρωση άλλων και τελικό στόχο την επιστροφή όλων των ομήρων στα σπίτια τους».
Το επόμενο πρωί, ενώ ο ΜακΓκαρκ βρισκόταν σε συνάντηση με τον Αιγύπτιο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, Αμπάς Καμέλ, στο Κάιρο, ένας Αιγύπτιος σύμβουλος μπήκε στην αίθουσα με ένα μήνυμα: Οι ηγέτες της Χαμάς στη Γάζα αποδέχτηκαν σχεδόν ό,τι είχε συμφωνηθεί στην Ντόχα την προηγούμενη νύχτα.
Στις 19 Νοεμβρίου ο ΜακΓκαρκ επέστρεψε στο Ισραήλ με το προσχέδιο της συμφωνίας ανά χείρας ώστε να ενημερώσει την κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης. Την ίδια ημέρα, Ισραηλινοί αξιωματούχοι γνωστοποίησαν στην Ουάσιγκτον πως επίσης αποδέχονται το προσχέδιο με κάποιες μικρές αλλαγές.
Το Κατάρ έστειλε το επικαιροποιημένο προσχέδιο στη Χαμάς. «Είναι η τελική προσφορά», τόνισε ο Καταριανός ηγέτης στους συνομιλητές του Παλαιστινίους, σύμφωνα με τους δύο Αμερικανούς αξιωματούχους.
Τα επόμενα δύο 24ωρα, αν και με αντεγκλήσεις και πισωγυρίσματα, ήταν πλέον σαφές πως όλα τα μέρη αποδέχονταν τους όρους της συμφωνίας. Στις 21 Νοεμβρίου η Χαμάς έδωσε το «πράσινο φως». Αυτό που πλέον υπολειπόταν ήταν η έγκριση και από την κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης του Ισραήλ.
Οι υπογραφές ανακοινώθηκε πως είχαν πέσει αργότερα, στις 21 Νοεμβρίου, στην Ουάσιγκτον. Είχε τελειώσει. Ήταν μια «βασανιστική διαδικασία πέντε εβδομάδων», περιγράφει ο πρώτος ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης.
Πηγή: Politico/Καθημερινή