Η παρούσα τροπολογία, όπως αναφέρει το ΠΑΣΟΚ επιδιώκει να θέσει φραγμό σε πρακτικές αδιαφάνειας και εκμετάλλευσης της αδυναμίας των καταναλωτών.
Σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα, η τροπολογία: «Μεριμνά για την προστασία δανειοληπτών που, εξαιτίας άνισων και αδιαφανών όρων, δεν απολαμβάνουν επαρκούς προστασίας όσον αφορά τη διαμόρφωση του επιτοκίου του δανείου ή της πίστωσης. Περαιτέρω, αντιμετωπίζει, με ευθύ και καίριο τρόπο, το φαινόμενο των ασύδοτων χρεώσεων και προμηθειών εκ μέρους των τραπεζών. Παρά την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής τραπεζικής και την αντίστοιχη μείωση του λειτουργικού κόστους των τραπεζών, οι χρεώσεις και τα έξοδα σε βάρος των πελατών όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν.
Οι τράπεζες αναζητούν αφορμές επιβολής χρεώσεων και δεν διστάζουν πια να χρεώνουν και την απλή συναλλακτική επαφή. Οι τραπεζικές προμήθειες ξεπροβάλλουν ως «μανιτάρια». Είναι αξιοσημείωτο ότι τα καθαρά έσοδα από προμήθειες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος συνολικά ανήλθαν από 1,24 δισεκ. ευρώ το 2020 σε 1,8 δισεκ. ευρώ το 2023 (αύξηση άνω του 44%), ενώ στο εννεάμηνο του 2024 τα καθαρά έσοδα από προμήθειες των τεσσάρων συστημικών τραπεζών έχουν ήδη ξεπεράσει το 1,5 δισεκ. ευρώ.
Κατ’ αρχήν, όσον αφορά τα κυμαινόμενα επιτόκια χορηγήσεων, υπάρχουν κατηγορίες δανείων και πιστώσεων, όπου οι τράπεζες, κάνοντας χρήση αμφιλεγόμενων και καταχρηστικών όρων, δεν αποδίδουν στο επιτόκιο τη μείωση που δικαιούνται οι δανειολήπτες από την καθοδική πλέον πορεία των διατραπεζικών επιτοκίων και των επιτοκίων της ΕΚΤ. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στην καταναλωτική και την επιχειρηματική πίστη, αλλά και σε μία μικρή κατηγορία στεγαστικών δανείων. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 σκοπό έχουν να διασφαλίσουν ότι όλοι οι καταναλωτές και όλες επιχειρήσεις θα έχουν τα αντίστοιχα οφέλη από τη μείωση των επιτοκίων. Με αυτές εξουδετερώνονται όροι σε υφιστάμενες συμβάσεις που υπονομεύουν την απόδοση της μείωσης των επιτοκίων σε δανειολήπτες.
Περαιτέρω, όσον αφορά τις προμήθειες, είναι φανερό ότι πολλές από αυτές είναι αδικαιολόγητες, αδιαφανείς και καταχρηστικές. Οι τράπεζες χρεώνουν τους καταναλωτές για υπηρεσίες που έχουν πληρωθεί ή για ενέργειες που αφορούν τελικά την εκπλήρωση στοιχειωδών υποχρεώσεών τους προς τους πελάτες τους.
Είναι έτσι απαράδεκτο οι τράπεζες
να χρεώνουν με έξοδα λογαριασμούς καταθέσεων όταν μέσα από τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια εξασφαλίζουν τεράστια οφέλη αλλά και την κάλυψη κάθε λειτουργικού κόστους,
να χρεώνουν ενέργειες που συνδέονται με τη σύναψη συμβάσεων e-banking με τις οποίες εξοικονομούν μεγάλο λειτουργικό κόστος
να χρεώνουν την έκδοση ή την επανέκδοση καρτών όταν αποβλέπουν στις τεράστιες προμήθειες που εισπράττουν από τη χρήση τους ως μέσο πληρωμής,
να επιδιώκουν να εισπράττουν, πέραν των τόκων, πρόσθετες αμοιβές με διάφορα προσχήματα από συμβάσεις δανείων,
να αξιώνουν 20, 30 ή και 50 ευρώ προκειμένου να χορηγήσουν στον δανειολήπτη ένα απλό αντίγραφο της σύμβασης δανείου του ή την εξέλιξη της αποπληρωμής του δανείου,
να αξιώνουν, και μάλιστα, υπερβολικά ποσά για τη χορήγηση μίας βεβαίωσης ή την παροχή μίας ενημέρωσης, πράγματα που είναι υποχρέωσή τους στο πλαίσιο της σχέσης που υφίσταται,