Στην Ολομέλεια του ΣτΕ συζητήθηκε η αίτηση δημοσίου υπαλλήλου εργαζόμενου στο υπουργείο Παιδείας με την οποία ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει αποζημίωση που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και θερινής αδείας ετών 2023 και 2024, λόγω της παράλειψης του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας στους δημοσίους υπαλλήλους στο ύψος που προβλέπονταν από τον ν. 3205/2003.
Η δίκη αυτή με πρόεδρο τον Μιχάλη Πικραμένο έχει πιλοτικό χαρακτήρα, καθώς το «δια ταύτα» της απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ, αφορά το σύνολο των μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων της χώρας.
Πρέπει να επισημανθεί ότι η εισηγητή του συμβούλου Επικρατείας Ιωάννη Μιχαλακόπουλο ήταν πολύ καλά θεμελιωμένη και διεξοδικά ανέδειξε όλα τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν.
Η υπόθεση εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας μετά από αίτηση της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., η οποία έχει ασκήσει παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος δημοσίου υπαλλήλου.
Ο προσφεύγων στην Δικαιοσύνη, υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η παράλειψη του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας αντίκειται στο Σύνταγμα και ειδικότερα στις αρχές της ανθρώπινης αξίας, της ισότητας, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας, καθώς και σε διατάξεις του Ευρωπαϊκού δικαίου (Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οδηγία 2022/2041/ΕΕ).
Παράλληλα, υποστηρίζει ότι θα έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να του καταβληθούν ευθέως τα ζητούμενα ποσά, μέσω της επέκτασης και στον ίδιο διατάξεων του ατομικού Εργατικού Δικαίου, λόγω της επιβαλλόμενης από την Ευρωπαϊκή οδηγία 2022/2041/ΕΕ ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, αναφορικά με τη διασφάλιση επαρκούς κατωτάτου μισθού ο οποίος να εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωσή τους.
Για τον προσφεύγοντα δημόσιο υπάλληλο και την ΑΔΕΥ παραστάθηκε η δικηγόρος Μαργαρίτα Παναγοπούλου και για το Δημόσιο παραστάθηκαν τα μέλη του ΝΣΚ Σταύρος Σπυρόπουλος (αντιπρόεδρος), Γεωργία Παπασάκη και Εμμανουέλα Πανοπούλου.
Ιωάννης Μιχαλακόπουλος
Ειδικότερα, ο εισηγητής μεταξύ των άλλων, ανέφερε:
* «Σε ό,τι αφορά την οδηγία 2022/2041, παρατηρείται ότι αυτή έχει μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 5163/2024, ο οποίος καταλαμβάνει (άρ. 3 παρ. 1) και τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο νομοθέτης του ν. 5045/2023 παρέλειψε να ενσωματώσει τα επίμαχα επιδόματα στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων κατά παράβαση σαφών ορισμών (άρ. 6 παρ. 1) της Οδηγίας αυτής, την οποία πλημμελώς μετέφερε κατ’ αυτόν ο ν. 5163/2024 και η οποία επιτάσσει ίση μεταχείριση των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα -και μάλιστα από την άποψη της (επιδιωκτέας, ισάξιας, εν όψει του εκάστοτε κόστους διαβίωσης) αγοραστικής δύναμης των κατωτάτων μισθών [άρ. 5 παρ. 2 (α) αυτής]. Έτσι, ο τρόπος καθορισμού (νομοθετικώς) του κατωτάτου μισθού στον δημόσιο τομέα καταλήγει στο αποδοκιμαζόμενο από την Οδηγία αποτέλεσμα να υφίστανται δυσμενή εις βάρος τους διάκριση οι μισθοδοτούμενοι βάσει του ν. 5045/2023 έναντι των εργαζομένων με σχέση εξηρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Τούτο δε, διότι, προκειμένου για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, τα επιδόματα εορτών και αδείας αποτελούν αναπόσπαστο εγγυημένο τμήμα των μηνιαίων αποδοχών τους, συνδιαμορφώνοντας τον κατώτατο εγγυημένο μισθό τους, πράγμα που δεν συμβαίνει στους πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους. Από αυτήν την άποψη ο ενάγων θεωρεί ότι δεν θεραπεύεται η πλημμέλεια της εσφαλμένης μεταφοράς της Οδηγίας από την ρύθμιση που εισήγαγε το άρ. 14 του ν. 5163/2024 και η οποία προβλέπει μία υπό προϋποθέσεις αναπροσαρμογή των βασικών μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά ποσό ίσο με την ονομαστική αύξηση του κατωτάτου μισθού σύμφωνα την εργατική νομοθεσία [άρθρα 134 παρ. 1, 134Γ παρ. 1 (α) του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου]».
