Από τα αποτελέσματα των εκλογών, στις ημερομηνίες αξιολογήσεων της οικονομίας, ως την αδιάκοπη εισροή επενδύσεων, στην ευρωπαϊκή πολιτική και την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, όλα επηρεάζουν τον χρόνο στον οποίο θα φτάσει η Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα. Γιατί, καθώς φαίνεται, το ότι θα φτάσουμε στον προορισμό, εκλαμβάνεται ως δεδομένο από τις αγορές. Πόσο δρόμο έχουμε μπροστά μας, όμως;
Οι Οίκοι
Η Ελλάδα έχει αξιολογήσεις BB+ από την S&P Global και τη Fitch, καθώς και βαθμολογία Ba3 από τη Moody’s. Το πρώτο milestone μοιάζει χαμένο από τώρα. Την 9η Ιουνίου, ο οίκος Fitch θα προχωρήσει στην προγραμματισμένη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας. “Απίθανη”. Έτσι χαρακτηρίζει την πιθανότητα αναβάθμισης από τη Fitch, η Societe Generale σε έκθεσή της για το αποτέλεσμα των εκλογών. Επισημαίνει, πάντως, πως θεωρεί “εύλογη” την πιθανότητα αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα όχι μόνο πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους, αλλά από τον ερχόμενο Οκτώβριο.
Λόγος γι’ αυτή την εκτίμηση υπάρχει. Μέχρι τότε, θα έχουν ολοκληρωθεί οι εκλογές και ο σχηματισμός κυβέρνησης και οι αγορές θα έχουν αποσείσει από το νου τους οποιουσδήποτε φόβους για πολιτική αστάθεια και, ως εκ τούτου, για αλλαγή της πολιτικής που θα οδηγήσει σε παύση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της ροής κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Την 20η Οκτωβρίου λοιπόν, αναμένουμε τα επόμενα μεγάλα νέα: Είναι η μέρα στην οποία η S&P θα προχωρήσει στη δική της αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας. Την 1η Δεκεμβρίου, ακολουθεί η σχετική έκθεση της Fitch. Οι αγορές -όπως πχ η Societe Generale στην έκθεσή της- θεωρούν ότι μια αναβάθμιση σε αυτά τα χρονικά ορόσημα από τους δύο οίκους είναι “σχεδόν βέβαιη”, με βάση το αποτέλεσμα που έβγαλε η κάλπη στον πρώτο γύρο των εκλογών.
Κι αυτο γιατί οι αναλυτές “ποντάρουν” τώρα ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει τις πολιτικές που υποστηρίζουν τις βασικές προϋποθέσεις αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας σε επενδυτική βαθμίδα: Δηλαδή το focus στην ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ, την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού και τη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ. Σε αυτή την περίπτωση, η επενδυτική βαθμίδα θα ανοίξει το δρόμο για ένταξη στους δείκτες ομολόγων επενδυτικής βαθμίδας και θα διευκολύνει το κούρεμα των εξασφαλίσεων με την ΕΚΤ.
ΧΑ-Ομόλογα: Σαν να την… πήραμε
Πάντως στο Χρηματιστήριο Αθηνών, αλλά και στις αγορές ομολόγων, φαίνεται ότι υπάρχει… βιασύνη, αφού όλα λειτουργούν σαν η Ελλάδα να μην περιμένει, αλλά να έχει αποκτήσει ήδη την επενδυτική βαθμίδα. Αυτό, κατά τους αναλυτές, οφείλεται στη βεβαιότητα που νοιώθουν οι επενδυτές για τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία και προσπαθούν να “κλειδώσουν” θέσεις, αναμένοντας την… κάθοδο των μυρίων -ήτοι των θεσμικών επενδυτών.
Μετά την… εικοσάρα εκλογική έκπληξη της περασμένης Κυριακής το Ελληνικό Χρηματιστήριο απάντησε με “ράλι”, με τους επενδυτές να οδηγούν τον Γενικό Δείκτη όχι μόνο σε “μονιμοποίηση” του θετικού προσήμου, αλλά και σε ολοκλήρωση των συναλλαγών σταθερά σε υψηλά 9ετίας, με την αναμονή να “σπάσει” το επόμενο υψηλότερο κλείσιμο των 1242,82 μονάδων της 7/7/2014.
Ήδη βέβαια, το κλίμα ήταν πανηγυρικό από τις αρχές του έτους, καθώς οι επενδυτές είχαν προεξοφλήσει την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα. Κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στη διάρκεια του 2023, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών καταγράφει την έκτη καλύτερη επίδοση του πλανήτη! Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, με την άνοδο του 22% στο τρέχον έτος, έχει την έκτη καλύτερη επίδοση μεταξύ 92 δεικτών αναφοράς που παρακολουθεί το Bloomberg.
Και τι περιμένουμε μετά; Η σημερινή κινητοποίηση των επενδυτών εστιάζεται στα πιο “βαριά χαρτιά” -δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι σε θέση οδηγού έχει τεθεί ο τραπεζικός κλάδος- αλλά μετά την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, θεωρείται βέβαιο ότι οι επενδυτές θα κινηθούν και στα “χαμηλότερα στρώματα” του ταμπλό του ΧΑ (δηλαδή τη μικρή κεφαλαιοποίηση). Ενδεχομένως να είναι αυτή η ευκαιρία που αναμένει η λεωφόρος Αθηνών για να πάψει πλέον να είναι μια ρηχή αγορά.
Σε ό,τι αφορά τα ομόλογα, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι αναλυτές στις τράπεζες που διαπραγματεύονται τα ελληνικά κρατικά ομόλογα λένε, ότι, μετά από την απότομη πτώση του κόστους δανεισμού της μετεκλογικής εβδομάδας, τα ομόλογα διαπραγματεύονται σαν να πρόκειται για τίτλους επενδυτικής βαθμίδας. Δεν πρόκειται για υπερβολή. Τα ελληνικά δεκαετή ομόλογα διαπραγματεύονται κατά περίπου 50 μονάδες βάσης κάτω από τις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων, γεγονός με ιδιαίτερη σημειολογία, καθώς η Ιταλία έχει λάβει αξιολογήσεις επενδυτικής βαθμίδας από τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης.
Με το ελληνικό δεκαετές spread ελληνικών και γερμανικών ομολόγων να κινείται περί τις 139-140 μονάδες βάσης, αναλυτές, όπως αυτοί της Citi, αναμένουν ότι προς ώρας, αυτό πιθανότατα θα σταθεροποιηθεί γύρω στις 140 μονάδες βάσης. Και τι θα γίνει μετά; Οι αναλυτές της Citi εκτιμούν ότι στις δεύτερες εκλογές, “μια παρόμοια επίδοση της Νέας Δημοκρατίας σε αυτές τις εκλογές θα μπορούσε να ωθήσει κάποια περαιτέρω σύσφιξη σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα”.
Η JP Morgan βλέπει ότι μετά την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας (ως τις αρχές του 2024, αναφέρει), το spread έναντι των γερμανικών ομολόγων θα είναι 165 μονάδες βάσης έως τον Μάρτιο του 2024, περίπου 20 μονάδες βάσης υψηλότερα από τώρα. Κι αυτό γιατί το ελληνικό χρέος θα είναι πλέον επιλέξιμο για δείκτες κρατικών ομολόγων, προσελκύοντας σταθερή ζήτηση από μια πολύ μεγαλύτερη δεξαμενή παγκόσμιων επενδυτών.