24 Μαρτίου: Η ημέρα που οι Ρώσοι θρηνούν τους νεκρούς τους, ημέρα εθνικού πένθους στη χώρα για τα 133 -επισήμως- θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης στον συναυλιακό χώρο Crocus της Μόσχας. Ημέρα, όμως, και βαθιάς περισυλλογής, καθώς το κλίμα στη χώρα είναι τόσο βαρύ όσο και έκρυθμο, με το Βλαντιμίρ Πούτιν, λίγες ημέρες μετά την εκλογή του για πέμπτη θητεία στην προεδρία της χώρας, να αντιμετωπίζει αμείλικτα ερωτήματα για τις συνθήκες ασφαλείας, αλλά και να επιδίδεται σε ένα «blame game» με το Κίεβο για το ποιος βρίσκεται πισω από την αιματοχυσία.
Παράλληλα, συνεχίζεται η επιχείρηση έρευνας στο Crocus City Hall της Μόσχας, μετά την τρομοκρατική επίθεση της Παρασκευής, την ίδια στιγμή που πάνω από 100 τραυματίες δίνουν μάχη, για να κρατηθούν στη ζωή. Συγκεκριμένα, όπως ανακοίνωσε ο κυβερνήτης της περιφέρειας της Μόσχας, Αντρέι Βορομπιόφ, η επιχείρηση διάσωσης έχει ολοκληρωθεί, αλλά η επιχείρηση έρευνας συνεχίζεται. «Οι διασώστες έχουν καθαρίσει ένα τεράστιο κομμάτι του αμφιθέατρου» είπε, προσθέτοντας ότι «η ταυτοποίηση από συγγενείς είναι μπροστά μας. Στα νοσοκομεία οι γιατροί δίνουν μάχη για τη ζωή 107 ανθρώπων».
Μέχρι στιγμής, 133 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, από τους οποίους μόλις 59 έχουν ταυτοποιηθεί.
Όπως γράφει σε ανάλυσή του το Politico, στον απόηχο της πολύνεκρης τρομοκρατικής επίθεσης, την ευθύνη της οποίας ανέλαβε το Ισλαμικό Κράτος, Ρώσοι και Ουκρανοί αξιωματούχοι ανταλλάσσουν κατηγορίες για το μακελειό, καθώς και οι δύο πλευρές είναι αποφασισμένες να «περάσουν» τη δική τους άποψη ως την κυρίαρχη. Μάλιστα, ο πρώην πρωθυπουργός της Ρωσίας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, δεν δίστασε να «καρφώσει» την Ουκρανία και τη Δύση. Μέσω του Telegram, προειδοποίησε για… κόλαση, αν η Ουκρανία έβαλε το χέρι της στην επίθεση που έχει σοκάρει τη χώρα. «Εάν διαπιστωθεί ότι πρόκειται για τρομοκράτες του καθεστώτος του Κιέβου, πρέπει να βρεθούν όλοι τους και να καταστραφούν ανελέητα» έγραψε ο Μεντβέντεφ. Οι «επίσημοι εκπρόσωποι του κράτους» δεν θα είναι στο απυρόβλητο, συμπλήρωσε.
Το Κίεβο με τη σειρά του εξαπέλυσε πυρά κατά της Μόσχας και του προέδρου Πούτιν. Η υπηρεσία στρατιωτικών πληροφοριών HUR της Ουκρανίας κατηγόρησε τις «ειδικές υπηρεσίες του Πούτιν» ότι οργάνωσαν την Παρασκευή τους πυροβολισμούς κατά των θεατών της συναυλίας από ενόπλους ντυμένους με στολές παραλλαγής, λέγοντας ότι επρόκειτο για μια «σκόπιμη πρόκληση», που αποσκοπούσε στο να δικαιολογήσει «ακόμη πιο σκληρές επιθέσεις στην Ουκρανία».
Η επίθεση αυτή ξύπνησε μνήμες από τις εκρήξεις του 1999 σε τέσσερις πολυκατοικίες στις ρωσικές πόλεις Μόσχα, Μπουγιάνακσκ και Βολγκοντόνσκ, οι οποίες προκάλεσαν τον θάνατο περισσότερων από 300 ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων 1.000. Οι εκρήξεις προκάλεσαν τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας, ο οποίος ενίσχυσε τη δημοτικότητα του τότε πρωθυπουργού Πούτιν, βοηθώντας τον να κερδίσει τον Μπόρις Γέλτσιν, για να τον διαδεχθεί στη θέση του προέδρου. Για χρόνια, παρέμεναν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το αν οι βομβιστικές επιθέσεις ήταν οι λεγόμενες «επιχειρήσεις ψευδούς σημαίας» που πραγματοποιήθηκαν από τις ίδιες τις υπηρεσίες ασφαλείας της Ρωσίας, προκειμένου να δικαιολογηθεί ο πόλεμος της Τσετσενίας.
Ωστόσο, αυτή τη φορά, τα «σύννεφα» ήρθε να διαλύσει -ή και να περιπλέξει ακόμα περισσότερο- το Ισλαμικό Κράτος, που ανέλαβε την ευθύνη για το μακελειό. Μάλιστα, όπως είναι πασιφανές από την πρώτη στιγμή, η επίθεση στη Μόσχα θυμίζει την επίθεση του Ισλαμικού Κράτους το 2015 στο θέατρο Μπατακλάν στο Παρίσι, ένα μακελειό που άφησε πίσω του 90 νεκρούς. Το μακελειό της Παρασκευής είχε επίσης ομοιότητες με την πολιορκία του θεάτρου Nord Ost το 2002, όταν μια ομάδα Τσετσένων ενόπλων και γυναικών κατέλαβε ένα κατάμεστο θέατρο στην ανατολική Μόσχα και απαίτησαν τον τερματισμό του δεύτερου πολέμου της Τσετσενίας. Μια αποτυχημένη διάσωση από τις ρωσικές ειδικές δυνάμεις, με τη χρήση θανατηφόρου αερίου ύπνου, άφησε περισσότερους ομήρους νεκρούς, απ’ όσους σκοτώθηκαν από τους ισλαμιστές ενόπλους.
Πολλά μέλη της ισλαμιστικής τσετσενικής αυτονομιστικής ομάδας που ήταν πίσω από την επίθεση στο θέατρο θα μετακινούνταν αργότερα και θα στρατολογούνταν στο ISIS, στη Συρία. Οι Τσετσένοι άρχισαν να φθάνουν στη Συρία από το 2011. Αποτελούσαν το δεύτερο μεγαλύτερο απόσπασμα των ξένων μαχητών του Ισλαμικού Κράτους και ο αριθμός τους ήταν επίσης δυσανάλογα υψηλός στην παράταξη της Αλ Κάιντα στη Συρία. Μαχητικά σκληραγωγημένοι και έμπειροι, αρκετοί Τσετσένοι αναδείχθηκαν σε διοικητές του Ισλαμικού Κράτους, συμπεριλαμβανομένων των Ουμάρ Σισάνι και Σαλαχουντίν Σισάνι.
Οι ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας εκτιμούν ότι 1.700 με 3.000 Τσετσένοι, μαζί με άλλους μαχητές από τον Βόρειο Καύκασο, πήγαν στη Συρία για να πολεμήσουν. Οι μετριοπαθείς αντάρτες της Συρίας πάντα υποπτεύονταν ότι οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες τους ενθάρρυναν να πάνε, διευκολύνοντάς τους να φτάσουν εκεί δίνοντάς τους διαβατήρια, τόσο για να τους ξεφορτωθούν όσο και για να διασπάσουν και να διχάσουν τις ομάδες των ανταρτών που μάχονται τον σύμμαχο της Ρωσίας, τον πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ.