Σε αποδόμηση των επιχειρημάτων υπέρ των μπόνους του οικοδομικού κανονισμού προχωράει μια νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο κρίνει ότι είναι όχι μόνο αντισυνταγματικό αλλά και αντίθετο στην κοινοτική νομοθεσία να λαμβάνονται μέτρα που οδηγούν σε άκρατη ενίσχυση της δόμησης χωρίς προηγούμενη μελέτη ή εκτίμηση των επιπτώσεων.
Περαιτέρω, τα μέτρα αυτά όχι μόνο δεν επιτελούν τον σκοπό τους –λ.χ. ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, μείωση κάλυψης– αλλά τελικά οδηγούν σε πλήθος προβλημάτων, όπως η αύξηση των αξιών των ακινήτων, η επιδείνωση του προβλήματος κατοικίας, η δημιουργία κύματος κατεδαφίσεων μονοκατοικιών και άλλα. Και οδηγούν στον πλουτισμό των ωφελουμένων, εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
Η Καθημερινή παρουσιάζει το κείμενο της απόφασης 293/2024 (Ε΄ Τμήμα, εισηγητής Θεόδωρος Αραβάνης), με την οποία ο Δήμος Αλίμου και η Επιτροπή Ποιότητας Ζωής του δήμου προσέφυγαν κατά οικοδομικής άδειας, η οποία αξιοποιούσε συνδυαστικά διάφορα από τα μπόνους ύψους και συντελεστή δόμησης που δίνει ο Νέος Οικοδομικός Κανονισμός (ΝΟΚ) οδηγώντας τελικά στην κατασκευή μιας 8ώροφης οικοδομής με ύψος 25,9 μέτρα (έναντι 17 μ. που ισχύει στην περιοχή) και 969 τ.μ. (έναντι 820 τ.μ., βάσει του συντελεστή που ισχύει στην περιοχή
Η απόφαση του ΣτΕ, όπως αναφέρει η εφημερίδα, θέτει συστηματικά σειρά ζητημάτων που σχετίζονται τόσο με τον τρόπο που εκδίδονται σήμερα οι οικοδομικές άδειες, όσο και με τον τρόπο που νομοθετούνται συνεχώς ευνοϊκές πολεοδομικές ρυθμίσεις υπέρ του ιδιωτικού οφέλους, εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος.
Σημαντικό είναι επίσης ότι η απόφαση επισημαίνει τις σοβαρές συνέπειες των μπόνους του ΝΟΚ. Κατ’ αρχήν, υποδεικνύει ότι η αύξηση ύψους και συντελεστή δόμησης είναι τελικά επιβαρυντική. «Η αύξηση του ύψους των οικοδομών προκαλεί καθ’ εαυτήν δυσμενείς συνέπειες στους περιοίκους και το οικιστικό περιβάλλον λόγω της μείωσης του φωτισμού, του ηλιασμού και του αερισμού, της στέρησης της θέας και του αντιαισθητικού συμφυρμού χαμηλών και υψηλών κτιρίων, ιδίως σε περιοχές όπου υφίσταται χαμηλή δόμηση ή σώζονται κτίρια παλαιότερων εποχών, για τα οποία μάλιστα δεν υφίσταται νομικό πλαίσιο αποτελεσματικής προστασίας, όπως επιβάλλει το Σύνταγμα», αναφέρει.
Οι συνέπειες είναι και ευρύτερες, καθώς η αύξηση της οικοδομήσιμης επιφάνειας αυξάνει την αξία της γης. «Θα πρέπει να αναμένεται ότι η αύξηση της αξίας της γης θα δυσχεράνει περαιτέρω την απόκτηση από τους ΟΤΑ ακινήτων για κοινόχρηστους και κοινωφελείς σκοπούς και θα επιφέρει αύξηση των τιμών των διαμερισμάτων και των ενοικίων, με δυσμενείς κοινωνικές συνέπειες για μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, οι οποίες δεν προκύπτει ότι μελετήθηκαν.
Περαιτέρω, τα οφέλη από την οικοδομική εκμετάλλευση ακινήτων λόγω της αυξημένης δόμησης που επιτρέπει ο ΝΟΚ μπορεί να οδηγήσουν σε κύμα κατεδαφίσεων μεμονωμένων κτιρίων και συνόλων σημαντικής αξίας και την αντικατάστασή τους από πολυώροφες οικοδομές», αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης.
Τέλος, η απόφαση καταλήγει ότι τα μπόνους του ΝΟΚ είναι όχι μόνο αντισυνταγματικά, αλλά και αντίθετα στην κοινοτική νομοθεσία (Οδηγία 2001/42 για εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων), επειδή δεν έχουν εκτιμηθεί οι επιπτώσεις τους, ούτε έχει προηγηθεί ουσιαστική διαβούλευση επί αυτών.
Λόγω της σπουδαιότητας του θέματος, αυτό πρέπει θα κριθεί από την Ολομέλεια, στην οποία και παραπέμπεται η υπόθεση.